English
© 2010 Νομική Βιβλιοθήκη

Γενικά

Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν ρυθμίζει τις προϋποθέσεις για την άσκηση ενός νομικού επαγγέλματος εκτός από εκείνο του δικηγόρου. Σε γενικές γραμμές τα νομικά επαγγέλματα αποτελούν αντικείμενο ρυθμίσεων σε εθνικό επίπεδο. Μολονότι ενδέχεται να υπάρχουν φυσικές ομοιότητες μεταξύ τους, αυτές οι εθνικές ρυθμίσεις διαφέρουν σε αρκετά ουσιαστικό βαθμό μεταξύ των διαφόρων χωρών, διότι αντικατοπτρίζουν τη συνέχεια συχνά παλαιών παραδόσεων.
Η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης έχει εκδώσει μια σειρά συστάσεων σχετικά με τα νομικά επαγγέλματα. Μία από αυτές τις πρωτοβουλίες αφορά την άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου. Μία άλλη αφορά την ανεξαρτησία των δικαστών. Οι συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης και άλλες πληροφορίες σχετικά με το εν λόγω ζήτημα διατίθενται στον δικτυακό τόπο του.
Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ορίζει ότι όποιος κατηγορείται για ποινικό αδίκημα έχει το δικαίωμα «όπως υπερασπίση ο ίδιος εαυτόν ή αναθέση την υπεράσπισίν του εις συνήγορον της εκλογής του, εν ή δε περιπτώσει δεν διαθέτει τα μέσα να πληρώση συνήγορον να του παρασχεθή τοιούτος δωρεάν, όταν τούτο ενδείκνυται υπό του συμφέροντος της δικαιοσύνης». Η ρήτρα αυτή αφορά κυρίως ποινικές υποθέσεις, αλλά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) την έχει επεκτείνει ώστε να καλύπτει και αστικές υποθέσεις.

Δικηγόροι

Ο ρόλος του δικηγόρου, είτε προσλαμβάνεται από ιδιώτη, από εταιρεία ή από το κράτος, είναι να αποτελεί τον έμπιστο σύμβουλο και εκπρόσωπο του πελάτη, τον επαγγελματία που χαίρει εκτίμησης από τρίτους και τον απαραίτητο συμμετέχοντα στη δίκαιη απονομή δικαιοσύνης. Συγκεντρώνοντας όλα αυτά τα στοιχεία, ο δικηγόρος, ο οποίος υπηρετεί πιστά τα συμφέροντα του πελάτη του και προστατεύει τα δικαιώματά του, ανταποκρίνεται επίσης στα καθήκοντα του δικηγόρου στην κοινωνία, δηλαδή την πρόληψη και αποφυγή των συγκρούσεων, τη διασφάλιση ότι οι συγκρούσεις επιλύονται σύμφωνα με τις αναγνωρισμένες αρχές του αστικού, δημοσίου ή ποινικού δικαίου και λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τα δικαιώματα και τα συμφέροντα, την περαιτέρω ανάπτυξη του δικαίου και την υπεράσπιση της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου.
Οι δραστηριότητες των δικηγόρων διέπονται από επαγγελματικές οργανώσεις ή αρχές εντός του κράτους μέλους τους, δηλαδή τους δικηγορικούς συλλόγους, που είναι αρμόδιες για τον καθορισμό κανόνων επαγγελματικής συμπεριφοράς και τη διαχείριση θεμάτων πειθαρχίας των δικηγόρων.
Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν ρυθμίζει τις προϋποθέσεις για την άσκηση νομικού επαγγέλματος. Ωστόσο, η οδηγία του 1998 ορίζει τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων ένας δικηγόρος που έχει αποκτήσει τον επαγγελματικό του τίτλο σε ένα κράτος μέλος μπορεί να ασκεί το επάγγελμά του μόνιμα σε άλλο κράτος μέλος.
Σε επίπεδο ΕΕ, οι δικηγόροι εκπροσωπούνται από το Συμβούλιο των Δικηγορικών Συλλόγων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΣΔΣΕΕ). Πρόκειται για μια διεθνή οργάνωση μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που ιδρύθηκε το 1960 και ενεργεί ως σύνδεσμος μεταξύ της ΕΕ και των εθνικών δικηγορικών συλλόγων στην Ευρώπη σε σχέση με κάθε ζήτημα κοινού ενδιαφέροντος που σχετίζεται με την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος.

Εισαγγελείς

Σε ποινικές υποθέσεις, η εισαγγελική αρχή ή εισαγγελία διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο. Τα συστήματα των κρατών μελών παρουσιάζουν επίσης μεγάλη ποικιλομορφία όσον αφορά τον ρόλο, τα καθήκοντα και τις εξουσίες των εισαγγελέων. Μπορείτε να βρείτε πληροφορίες σχετικά με το επάγγελμα αυτό στον δικτυακό τόπο του Eurojustice – του δικτύου των Ευρωπαίων γενικών εισαγγελέων.

Δικαστές

Ο δικαστής, άτομο που αποφαίνεται επί της δικαιοσύνης, είναι ο επικεφαλής αξιωματούχος που προεδρεύει ενός δικαστηρίου, είτε μόνος είτε ως μέλος ομάδας δικαστών. Οι αρμοδιότητες, οι λειτουργίες, η μέθοδος διορισμού, η πειθαρχία και η κατάρτιση των δικαστών ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό μεταξύ των διαφόρων δικαιοδοσιών. Ο δικαστής μοιάζει με διαιτητή ενός παιχνιδιού και διεξάγει τη δίκη δημοσίως και με αμεροληψία. Ο δικαστής ακούει τις καταθέσεις όλων των μαρτύρων και εξετάζει όποια άλλα αποδεικτικά στοιχεία παρουσιάζουν οι αντίδικοι, αξιολογεί την αξιοπιστία τους και στη συνέχεια εκδίδει απόφαση για την εν λόγω υπόθεση, που βασίζεται στην ερμηνεία του δικαίου από τον ίδιο και την προσωπική του κρίση.
Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το επάγγελμα αυτό μπορείτε να βρείτε στους ακόλουθους ιστοτόπους:

Συμβολαιογράφοι

Οι συμβολαιογράφοι είναι νομικοί που είναι ειδικευμένοι και εξουσιοδοτημένοι να ενεργούν σε ορισμένες νομικές υποθέσεις. Βάσει των καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων τους, οι συμβολαιογράφοι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην κεντρική νομοθετική εξουσία των 21 κρατών μελών όπου η έννομη τάξη βασίζεται στο λατινικό αστικό δίκαιο.
Ειδικότερα τα καθήκοντά τους περιλαμβάνουν:

  • κατάρτιση ιδιωτικών συμφώνων και παροχή συμβουλών στα συμβαλλόμενα μέρη, τηρώντας παράλληλα την υποχρέωση δίκαιης αντιμετώπισης καθενός εξ αυτών. Κατά τη σύνταξη επίσημων εγγράφων, ο συμβολαιογράφος είναι υπεύθυνος για τη νομιμότητα αυτών καθώς και για τις συμβουλές που παρέχει. Οφείλει να ενημερώνει τους συμβαλλομένους σχετικά με τις επιπτώσεις και τις συνέπειες των υποχρεώσεων που αναλαμβάνουν,
  • εκτέλεση των πράξεων που συντάσσουν. Η πράξη μπορεί στη συνέχεια να καταχωρηθεί απευθείας στα επίσημα αρχεία, ή να εκτελεσθεί εάν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, χωρίς την πρότερη παρέμβαση δικαστή,
  • ρόλο διαιτητή που με αμερόληπτο τρόπο και τηρώντας αυστηρά το νόμο επιτρέπει στους διαδίκους να καταλήξουν σε αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία.

Οι συμβολαιογράφοι είναι δημόσιοι λειτουργοί –το κράτος τους εκχωρεί μέρος της δημόσιας εξουσίας προκειμένου να είναι σε θέση να εκπληρώσουν την αποστολή τους στο πλαίσιο της παροχής δημόσιας υπηρεσίας – και ασκούν τα καθήκοντά τους στο πλαίσιο ενός ανεξάρτητου επαγγέλματος.
Οι συμβολαιογράφοι δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο. Οι προϋποθέσεις διορισμού συμβολαιογράφων είναι παρόμοιες με εκείνες που ισχύουν για τους δικαστικούς και υπόκεινται στα ίδια κριτήρια ανεξαρτησίας, μονιμότητας, αμεροληψίας, συντελεστικής εξουσίας και εκτελεστότητας των πράξεών τους, ενώ οι δραστηριότητές τους υπόκεινται στην εποπτεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Στα 21 προαναφερθέντα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περίπου 35.000 συμβολαιογράφοι βρίσκονται στην υπηρεσία του πολίτη.
Κατά τις συναλλαγές με τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, οι συμβολαιογράφοι εκπροσωπούνται από το Συμβούλιο Συμβολαιογραφιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΣΕΕ) που ιδρύθηκε το 1993. Το ΣΣΕΕ εκπροσωπεί τους συμβολαιογράφους όλων των κρατών μελών όπου υπάρχει ο ρόλος του συμβολαιογράφου, τα οποία είναι: Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Τσεχική Δημοκρατία,  Εσθονία, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Ιταλία, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Κάτω Χώρες, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβακία, Σλοβενία και Ισπανία. Η Κροατία μετέχει ως παρατηρητής.

Δικαστικοί επιμελητές

Το επάγγελμα του δικαστικού επιμελητή διέπεται από το δίκαιο κάθε έκαστου κράτους μέλους και οι εν λόγω κανονισμοί διαφέρουν μεταξύ κρατών μελών.
Οι επαγγελματίες του κλάδου αυτού εκπροσωπούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο από τη Διεθνή Ένωση Δικαστικών Επιμελητών (ΔΕΔΕ). Σκοπός της ΔΕΔΕ είναι να εκπροσωπεί τα μέλη της σε διεθνείς οργανισμούς και να διασφαλίζει τη συνεργασία με τους εθνικούς επαγγελματικούς φορείς. Εργάζεται με σκοπό τη βελτίωση του εθνικού δικονομικού δικαίου και των διεθνών συνθηκών και καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την προώθηση ιδεών, σχεδίων και πρωτοβουλιών που συμβάλλουν στην προαγωγή και την ανάπτυξη του καθεστώτος ανεξαρτησίας των δικαστικών επιμελητών.