English
© 2010 Νομική Βιβλιοθήκη

ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ


eydpelop

twitter kathimerini











ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Δημοσιεύσεις

Καθημερινή παροχή υπηρεσίας δικηγόρων σε δημοτικό κατάστημα

Είναι εξεταστέο αν οι δικηγόροι με έμμισθη εντολή των πρωτοβάθμιων ΟΤΑ υποχρεούνται να παρίστανται καθημερινά στο οικείο κατάστημα για παροχή υπηρεσίας εφόσον δεν προκύπτει ανάγκη παράστασής τους ενώπιον διοικητικών ή δικαστικών αρχών για τις σχετικές υποθέσεις.

 

Α. Οι γνωμοδοτήσεις 416/1996 και 184/2003 του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους

Ο Κώδικας Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων, κυρωμένος με το Ν 3548/2007, δεν κάνει λόγο για καθημερινό χαρακτήρα της υποχρέωσης παράστασης, δεδομένο το οποίο πρέπει να εξεταστεί ιδιαίτερα. Σε αντίθεση με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, απλώς ορίζει στο άρθρο 165 παρ. 2 ότι «Οι απασχολούμενοι σύμφωνα με τα παραπάνω δικηγόροι υποχρεούνται σε παροχή υπηρεσίας στο κατάστημα του οικείου ΟΤΑ για χρόνο που ανταποκρίνεται στις εκάστοτε υπάρχουσες υπηρεσιακές συνθήκες, εφόσον δεν παρίσταται ανάγκη παράστασης ενώπιον δικαστικών ή διοικητικών αρχών». Άρα, προκύπτει ότι στο πλαίσιο των εργάσιμων ημερών και ωρών οφείλουν να προσέρχονται στο δημοτικό κατάστημα και όχι οπωσδήποτε σε ανελλιπώς καθημερινή βάση καθώς η ρητή απαίτηση της καθημερινότητας για πρώτη φορά απαλείφθηκε χωρίς να προκύψει κάποιο άλλο υποκατάστατο. Το αποτέλεσμα είναι ότι η κείμενη νομοθεσία όχι μόνο δεν επιβάλλει την καθημερινότητα αλλά και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ουδέτερη, με την έννοια ότι πάντως αφήνεται διακριτική ευχέρεια στον κανονιστικό νομοθέτη να επιβάλει με δικές του πράξεις αυτόν τον περιορισμό.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 184/2003 Γνωμοδότηση του Γ’ Τμήματος του ΝΣΚ, η σχέση της έμμισθης εντολής, που συνδέει τους αμειβόμενους με πάγια αντιμισθία δικηγόρους με τον εντολέα τους, ακόμη και στην περίπτωση που αυτός είναι το Δημόσιο, ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ, διέπεται βασικά από τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων (ΝΔ 3026/1954). Τα κενά που αφήνουν οι διατάξεις αυτές μπορούν να καλυφθούν με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του Αστικού Κώδικα περί μισθώσεως ανεξάρτητων υπηρεσιών (άρθρα 648 επ.), δηλαδή για τη σύμβαση εργασίας, εφόσον βέβαια αυτές προσιδιάζουν στη φύση και στην ιδιορρυθμία της έννομης σχέσεως μεταξύ δικηγόρου και εντολέα. Μεταξύ των τελευταίων αυτών διατάξεων περιλαμβάνεται και εκείνη του άρθρου 652 ΑΚ κατά την οποία ο εκμισθωτής οφείλει να εκτελέσει με επιμέλεια την αναληφθείσα εργασία. Η διάταξη αυτή αναμφίβολα προσιδιάζει στη σχετική έννομη σχέση, παρά το γεγονός ότι από αυτήν δεν πηγάζει υποχρέωση του δικηγόρου να τηρεί το ωράριο εργασίας των υπαλλήλων του εντολέα του Δημοσίου, ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ. Όμως, παρά την έλλειψη της υποχρεώσεως αυτής, πρέπει να γίνεται καλόπιστη εφαρμογή και ερμηνεία της συμβάσεως, βάσει των διατάξεων των άρθρων 200, 281 ΑΚ, από απόψεως χρόνου απασχολήσεως του έμμισθου δικηγόρου στα γραφεία του εντολέα του, όχι μεν σε ωράριο υποχρεωτικό και εκ των προτέρων καθορισμένο, αλλά σε χρόνο εύλογο και απαραίτητο, αναλόγως των υπαρχουσών αναγκών, για την καταλληλότερη εξυπηρέτηση και διεκπεραίωση των δικαστικών και εξώδικων υποθέσεων του εντολέα του, «επί καθημερινής, κατά το δυνατόν βάσεως» έτσι ώστε να επιτυγχάνεται ευχερώς η παροχή των νομικών υπηρεσιών του παραπάνω δικηγόρου.
Η γνωμοδότηση αυτή κάνει ρητά λόγο για το μέτρο του δυνατού, το οποίο προφανώς ερμηνεύεται κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη ενώ και η τότε ισχύουσα νομοθεσία δεν έκανε μία τέτοια μνεία. Πρόκειται για περίπτωση εφαρμογής του θεσμού της απαγόρευσης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος κατά το άρθρο 281 ΑΚ, όπως σαφώς υπονοείται στη γνωμοδότηση. Πράγματι, αυτή η ρήτρα δεν εφαρμόζεται μόνο σε βάρος του δικηγόρου αλλά και του Δήμου, όταν ολοφάνερα θέτει σημαντικά προσκόμματα στους δικηγόρους του, όπως π.χ. προκαθορισμένο ωράριο.
Κατά την ίδια γνωμοδότηση, οι θέσεις των δικηγόρων που συνιστώνται κατά τη διάταξη του άρθρου 245 του (προϊσχύσαντος) Ν 1188/1981 στους ΟΤΑ είναι αδιαβάθμιστες και δεν αποκλείεται η δυνατότητα παράλληλης διατήρησης ιδιωτικού γραφείου και εντεύθεν άσκησης ελεύθερης δικηγορίας. Ενώ η διάταξη του άρθρου 247 εκείνου του νόμου προέβλεπε ρητά την υποχρέωση των δικηγόρων των ΟΤΑ με μηνιαία αντιμισθία να παρέχουν υπηρεσίες στα αντίστοιχα καταστήματα κατά τις εργάσιμες ημέρες και ώρες, κατά τις οποίες δεν παρίσταται ανάγκη παραστάσεώς τους για υποθέσεις των Οργανισμών αυτών ενώπιον δικαστικών ή διοικητικών αρχών, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους γνωμοδότησε ότι ενόψει της ιδιάζουσας μορφής της σχέσης έμμισθης εντολής, υπό την οποία τελούν οι δικηγόροι των ΟΤΑ με πάγια αντιμισθία και ενόψει του προαναφερθέντος παγιωμένου θεωρητικά και νομολογιακά σκεπτικού, είναι προφανές ότι η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 247 του Ν 1188/1981 δεν έχει την έννοια παροχής υπηρεσιών υπό καθεστώς ελεγχόμενου ωραρίου (υποχρεωτικού και εκ των προτέρων καθορισμένου) αλλά σε χρόνο εύλογο και απαραίτητο, αναλόγως των υπαρχουσών αναγκών όπως αυτές διαμορφώνονται από τον εντολέα.
Εκτιμάται ότι η τελευταία αυτή φράση είναι αρκετά προβληματική καθώς είναι ευεπίφορη να την εκμεταλλεύονται οι Δήμοι, έτσι ώστε να προφασίζονται την ύπαρξη πάγιων και διαρκών υπηρεσιακών αναγκών σε διαρκή βάση για να επιβάλουν αυταρχικούς όρους απασχόλησης, όπως είναι και το ωράριο. Μάλιστα, αν τυχόν θεωρούνταν κάτι τέτοιο ως θετικό δίκαιο, θα ήταν ίσως δυνατό να θεωρηθεί ότι η σύμβαση της έμμισθης εντολής μετάγεται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου ως διοικητική σύμβαση, δεδομένου ότι επιφυλάσσει στο συμβαλλόμενο ΝΠΔΔ προνόμια όπως ο μονομερής καθορισμός και ανακαθορισμός του χρόνου απασχόλησης των αντισυμβαλλομένων του δικηγόρων.
Προστίθεται στη γνωμοδότηση ότι η αντίληψη αυτή, κατά του καθεστώτος ελεγχόμενου ωραρίου, συμπορεύεται άλλωστε και με τη ρητή εξαίρεση της ίδιας διάταξης (παράσταση δικηγόρων ενώπιον δικαστηρίου ή διοικητικής αρχής) αλλά και με την προεκτεθείσα δυνατότητα των δικηγόρων για σύγχρονη άσκηση ελεύθερης δικηγορίας και διατήρηση ιδιωτικού γραφείου.
Επίσης, θα μπορούσε να συμπληρωθεί και το ιδιαίτερο ενδεχόμενο της ύπαρξης μίας οργανωμένης Νομικής Υπηρεσίας στους μεγάλους σε πληθυσμό Δήμους, στελεχωμένης με περισσότερους του ενός δικηγόρους. Σε αυτήν την περίπτωση, τυγχάνει εφαρμοστέα και η κατ’ άρθρο 25 παρ. 1δ του ισχύοντος Συντάγματος απαίτηση της αναλογικότητας. Δεν είναι σύμφωνο με αυτήν την αρχή το φαινόμενο οι Δήμοι να στερούν από τον ενδιαφερόμενο το δικαίωμα άσκησης παράλληλης μη δικηγορικής αλλά συμβατής με το δικηγορικό λειτούργημα επαγγελματικής του δραστηριότητας. Αυτή η πρακτική δεν θα ήταν αναλογική εφόσον οι υπόλοιποι δικηγόροι θα μπορούσαν να τον αναπληρώσουν επαρκώς κατά το χρόνο της οφειλόμενης σε αυτήν τη δραστηριότητα απουσίας του. Επισημαίνεται, στο πλαίσιο της ίδιας συλλογιστικής, ότι υπάρχει και η ενδεχόμενη δυνατότητα αντιστάθμισης του χρόνου της απουσίας από τον ίδιο το δικηγόρο σε κάποιον άλλο χρόνο που θα του απομένει από τις άλλες επαγγελματικές του υποχρεώσεις, εφόσον δεν πρόκειται για μία επείγουσα υπηρεσιακή ανάγκη.
Με άλλα λόγια, εκτιμάται ότι η θέση της γνωμοδότησης για παρανομία τυχόν ελεγχόμενου ωραρίου των δικηγόρων είναι ορθή αλλά υποκείμενη σε συμπλήρωση με τη σύστοιχη δυνατότητα ελαστικής κατά χρόνο απασχόλησης των δικηγόρων, και πέρα από το υπηρεσιακό ωράριο των δημοτικών υπαλλήλων. Πρόκειται για μία θέση που όχι απλώς επαληθεύεται από την πρακτική των δικηγόρων με πάγια αντιμισθία των ΟΤΑ αλλά συνάδει με τη φύση γενικότερα του δικηγορικού λειτουργήματος, που είναι προσανατολισμένο στην έγκαιρη διεξαγωγή των υποθέσεων των εντολέων.
Τέλος, επισημαίνεται ότι η προαναφερθείσα γνωμοδότηση ενισχύεται από το γεγονός ότι υπάρχει και δεύτερη ομοειδής, προς την ίδια κατεύθυνση. Στην υπ’ αριθμ. 416/1996 ατομική γνωμοδότηση1, οι δικηγόροι των ΟΤΑ με μηνιαία αντιμισθία δεν υποχρεούνται στην τήρηση προκαθορισμένου ωραρίου, η παρουσία τους, όμως, στο οικείο κατάστημα των ΟΤΑ τις εργάσιμες ημέρες και ώρες (όταν δεν υφίσταται ανάγκη παραστάσεως ενώπιον των δικαστικών ή διοικητικών αρχών) θα πρέπει να συντρέχει σε καθημερινή, κατά το δυνατόν, βάση για την πληρέστερη παροχή των νομικών τους υπηρεσιών.
Διευκρινίζεται ότι η μόνο «κατά το δυνατόν», επομένως ούτε κατά απόλυτο τρόπο ούτε κατ’ αρχήν επί ποινή οποιουδήποτε δυσμενούς για τους δικηγόρους διοικητικού μέτρου, καθημερινή παρουσία στο δημοτικό κατάστημα, πρέπει να γίνεται σε χρόνο που να ταιριάζει με το επίσημο ωράριο των δημοτικών υπαλλήλων έτσι ώστε να μπορεί να υπάρχει συνεργασία με αυτούς. Άρα, η δέσμευση του ωραρίου συνίσταται απλώς σε χρονική (εκάστοτε ισχύον ωράριο υπαλλήλων) και τοπική (δημοτικό κατάστημα) σύμπτωση του δικηγόρου με τους υπηρεσιακούς παράγοντες και όχι και σε υπαλληλικό ωράριο πλήρους ή έστω μερικής απασχόλησής του, και μάλιστα στο κατάστημα.

Β. Η Πράξη 90/2006 του Ελεγκτικού Συνεδρίου

Σύστοιχη με τις προαναφερθείσες γνωμοδοτήσεις είναι η Πράξη 90/2006 την οποία εξέδωσε το Α’ Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατ’ ενάσκηση της αρμοδιότητάς του να επιλύει διαφωνία μεταξύ Επιτρόπου και Δημοσίου, ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ η οποία προκύπτει από τη μη θεώρηση χρηματικού εντάλματος πληρωμής από τον Επίτροπο2. Το Τμήμα, ερμηνεύοντας τις διατάξεις των άρθρων 17 του Ν 3205/2003 και 245 του Ν 1188/1981, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, αποφάνθηκε ότι απαγορεύεται η καταβολή οποιασδήποτε αμοιβής ή αποζημίωσης σε υπαλλήλους ή μισθωτούς του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ για συμμετοχή τους σε κάθε είδους μόνιμα ή προσωρινά συλλογικά όργανα, που λειτουργούν στο χώρο των υπηρεσιών αυτών εντός του κανονικού ωραρίου εργασίας των ανωτέρω υπαλλήλων ή σε χρόνο που καλύπτεται από υπερωριακή απασχόληση ενώ διαφορετικό είναι το καθεστώς που διέπει δικηγόρο που έχει προσληφθεί σε Δήμο με πάγια αντιμισθία.
Ειδικότερα, αν αυτός συμμετέχει σε συνεδριάσεις συλλογικού οργάνου του Δήμου, όπως η Δημαρχιακή Επιτροπή, δικαιούται αποζημίωση, ανεξάρτητα αν οι συνεδριάσεις του οργάνου πραγματοποιούνται εντός ή εκτός του κανονικού ωραρίου εργασίας των υπαλλήλων του Δήμου, καθόσον άλλωστε δεν αποκτά την ιδιότητα του υπαλλήλου και δεν μεταβάλλεται η φύση της σχέσης που το συνδέει με το Δήμο ως έμμισθης εντολής3. Εξάλλου, στην περίπτωσή του δεν ισχύει το ωράριο εργασίας των υπαλλήλων του Δήμου, το οποίο δεν προσιδιάζει σε δικηγόρο που παρέχει τις υπηρεσίες του με πάγια εντολή, λόγω των καθηκόντων που απορρέουν από την ιδιότητά του αυτή4. Συνεπώς, τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 245 του Ν 1188/1981 ότι οι δικηγόροι υποχρεούνται σε παροχή υπηρεσίας στο κατάστημα του οικείου ΟΤΑ για χρόνο που ανταποκρίνεται στις εκάστοτε ισχύουσες υπηρεσιακές συνθήκες, πρέπει να ερμηνευθούν ότι έχουν την έννοια ότι υφίσταται υποχρέωση των δικηγόρων να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο κατάστημα του οικείου ΟΤΑ, κατά τις ώρες λειτουργίας των υπηρεσιών του, «ανάλογα με τα ανακύπτοντα καθήκοντά τους», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υποχρεούνται στην τήρηση του υπηρεσιακού ωραρίου.
Σχολιάζοντας την εξεταζόμενη Πράξη, είναι αξιοσημείωτο ότι η και σε αυτή χρησιμοποιούμενη έννοια των υπηρεσιακών συνθηκών στην πραγματικότητα έχει ευρύτερη σημασία από αυτή που της αποδίδεται εφόσον συνδέεται και με την αποστολή και άλλων εμπλεκόμενων παραγόντων μη υποκείμενων στο υπαλληλικό ωράριο, ιδίως των οικείων πολιτικών προσώπων του Δήμου, όπως ο δήμαρχος, οι αντιδήμαρχοι και οι δημοτικοί σύμβουλοι. Άλλωστε, πλέον έχει επέλθει νομοθετική μεταβολή με αποτέλεσμα και το ωράριο των υπαλλήλων να μην είναι κατ’ ανάγκη ενιαίο για όλους.
Η Πράξη αυτή δεν έχει απλώς σημασία γιατί διαχωρίζει τους έμμισθους δικηγόρους από αυτούς που ονομάζονται υπάλληλοι ή αλλιώς μισθωτοί5, με αποτέλεσμα ο όρος «έμμισθοι δικηγόροι» να διακρίνεται σαφώς από τον ομόηχο όρο των μισθωτών, πέρα από το γεγονός ότι οι πρώτοι λαμβάνουν αντιμισθία ή αλλιώς περιοδική αμοιβή ενώ οι δεύτεροι μισθό. Μάλιστα, ορθά έχει παρατηρηθεί ότι κατά το στοιχείο α’ της παρ. 2 του άρθρου 169 του Ν 3463/2006 η αντιμισθία του πρώτου μήνα των έμμισθων δικηγόρων, για τους οποίους δεν νοείται διορισμός ή μονιμοποίηση, δεν υπόκειται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σε αντίθεση με την αντίστοιχη μισθοδοσία των τακτικών υπαλλήλων, που διορίζονται ή μονιμοποιούνται6. Με βάση τα παραπάνω, ορθά η Πράξη απαλλάσσει τους εμμίσθους από την υποχρέωση τήρησης του υπηρεσιακού ωραρίου μισθωτών.
Η κεντρική πάντως σημασία της εξεταζόμενης νομολογίας έγκειται στο γεγονός ότι έδωσε στους δικηγόρους το δικαίωμα να αποζημιώνονται για τη συμμετοχή τους σε συνεδριάσεις συλλογικών οργάνων οι οποίες λαμβάνουν χώρα όχι μόνο εκτός του κανονικού ωραρίου εργασίας των υπαλλήλων, όπως προκειμένου για το Δημοτικό Συμβούλιο, αλλά ακόμη και εντός αυτού του ωραρίου, όπως συμβαίνει με την περίπτωση της Δημαρχιακής Επιτροπής.
Όμως, πέρα από τα παραπάνω, αυτό που είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο είναι η υιοθετηθείσα διατύπωση «ανάλογα με τα ανακύπτοντα καθήκοντά τους», η οποία εκτιμάται ότι θα μπορούσε να παράσχει έρεισμα για την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας ακόμη και για την ίδια την κατ’ αρχήν υποχρέωση των δικηγόρων για παροχή υπηρεσιών στο δημοτικό κατάστημα. Διευκρινίζεται ότι για αυτό το σύστοιχο ζήτημα δεν χρειάστηκε να αποφανθεί το αρμόδιο Τμήμα αλλά επισημαίνεται το φιλελεύθερο πνεύμα του, σε αντίθεση και με την έγγραφη προς αυτό γνώμη του ασκούντος καθήκοντα Αντεπιτρόπου της Επικρατείας.

Γ. Η απόφαση 2092/2009 του Συμβουλίου της Επικρατείας

Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει προστεθεί στην κλιμακούμενη δυναμική για τη θεσμική ελευθερία των έμμισθων δικηγόρων έναντι των εντολέων τους. Με την απόφαση 2092/2009 αναίρεσε την απόφαση 4480/2005 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και παρέπεμψε στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση την επίδικη υπόθεση, διότι αυτή χρειαζόταν εκκαθάριση ως προς το πραγματικό της μέρος7.
Ειδικότερα, έκρινε ότι κατ’ εξαίρεση το εισόδημα που αποκτούν οι δικηγόροι ως πάγια αντιμισθία για την παροχή νομικών υπηρεσιών φορολογείται ως εισόδημα Ζ πηγής, δηλαδή από την άσκηση ελευθερίου επαγγέλματος, και όχι ως εισόδημα ΣΤ πηγής, από μισθωτές υπηρεσίες, ερμηνεύοντας τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος υπό το φως του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος σχετικά με τη συνεισφορά των Ελλήνων πολιτών χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Η εξαίρεση αυτή καλύπτει την περίπτωση κατά την οποία ο δικηγόρος, για την παροχή των υπηρεσιών τις οποίες αφορά η πάγια αντιμισθία, δεν στηρίζεται αποκλειστικά σε μέσα, υποδομές και προσωπικό παρεχόμενο από τον εντολέα αλλά παρέχει τις υπηρεσίες του υπό συνθήκες προσιδιάζουσες στην άσκηση ελευθερίου επαγγέλματος, δηλαδή χρησιμοποιώντας δική του επαγγελματική εγκατάσταση (γραφείο), προσωπικό και γενικά υποδομή, των οποίων η διατήρηση βαρύνει τον ίδιο. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η αμοιβή (αντιμισθία) την οποία εισέπραξε ο δικηγόρος για τις υπηρεσίες που παρέσχε στον εντολέα του επιβαρύνεται με τις γενικές επαγγελματικές δαπάνες στις οποίες έχει προβεί, οι οποίες είναι αναγκαίες για την παροχή των υπηρεσιών αυτών και μειώνουν, αντίστοιχα, το καθαρό εισόδημα που αποκτά από τις υπηρεσίες αυτές.
Παρά το γεγονός ότι η απόφαση αυτή δεν αφορά Δήμο ως διάδικο, διατηρεί τη σπουδαιότητά της και στην υπαρκτή περίπτωση Δήμων που δεν προσφέρουν επαρκώς τις αναγκαίες υποδομές για να μπορεί ο έμμισθος δικηγόρος να παρέχει υπηρεσία στο δημοτικό κατάστημα και χωρίς δικά του έξοδα. Εξυπακούεται ότι η απαίτηση των Δήμων για παροχή δικηγορικής υπηρεσίας στο κατάστημά τους είναι αλληλένδετη με την αντίρροπη υποχρέωση των ιδίων για παροχή όλων των αναγκαίων υποδομών για να μπορούν οι δικηγόροι τους να λειτουργούν με το αζημίωτο, χωρίς να χρειάζονται την υποστήριξη του ιδιωτικού τους γραφείου.

Δ. Η διοικητική πρακτική

Στην ίδια κατεύθυνση με τις προαναφερθείσες ad hoc πράξεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι πιθανό να λειτουργεί και η διοικητική πρακτική, αν και δεν υπάρχουν σχετικά στατιστικά δεδομένα. Πράγματι, η πρακτική φαίνεται μάλλον να συνηγορεί υπέρ και της ελλείψεως προκαθορισμένου υποχρεωτικού ωραρίου και της νομιμότητας της απουσίας κάποιων μεμονωμένων ή και ελάχιστων συνεχόμενων εργάσιμων ημερών από το δημοτικό κατάστημα του Δήμου χωρίς τη διαδικασία προηγούμενης αίτησης και λήψης κανονικής άδειας, η οποία άλλωστε μπορεί να αποβαίνει γραφειοκρατική και υπερβολικά επιβαρυντική για τη δυνατότητα διασφάλισης χρόνου διακοπών.
Χαρακτηριστική είναι η παρόμοια με τους έμμισθους δικηγόρους των Δήμων περίπτωση των υπηρετούντων στη Νομαρχία Αθηνών, οι οποίοι τείνουν να παρίστανται στο νομαρχιακό κατάστημα μέρα παρ’ ημέρα σε τακτική βάση, χωρίς τον περιορισμό της αίτησης κανονικής άδειας ή της απόδειξης ότι η απουσία τους οφείλεται σε παράσταση σε διοικητικές και δικαστικές αρχές. Άλλωστε, στο πλαίσιο της καλής πίστης η συνεχής και απρόσκοπτη συνεργασία μεταξύ δικηγόρου και εντολέα του μπορεί να διασφαλιστεί και με άλλους εναλλακτικούς τρόπους εφόσον παρίσταται ανάγκη, όπως η τηλεφωνική επικοινωνία, το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, η επίσκεψη υπηρεσιακών παραγόντων στο ιδιωτικό γραφείο του δικηγόρου.
Γενικότερα, η πιθανολογούμενη τάση διοικητικής πρακτικής για τους έμμισθους δικηγόρους ΝΠΔΔ, όπως και η κλιμακωμένη πρακτική των σχετικών γνωμοδοτήσεων του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και η σχετική νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου έχουν οδηγήσει στην εφαρμογή ενός καθεστώτος σύμφωνου με την καλή πίστη αλλά απαλλαγμένου από υπερβολικούς τύπους σε βάρος αυτών των επαγγελματιών. Το καθεστώς αυτό αφορά οριακά ζητήματα όπως το ωράριο, η ανεξαίρετα καθημερινή παρουσία στο δημοτικό κατάστημα και η λήψη μονοήμερης ή διήμερης κανονικής άδειας για τις τρέχουσες νόμιμες επαγγελματικές υποχρεώσεις. Μάλιστα, όπως έχει επισημανθεί, έχει σταδιακά προκύψει σημαντική χαλάρωση των σχετικών απαιτήσεων της κείμενης νομοθεσίας σε σημείο που να μη γίνεται πλέον λόγος για τον καθημερινό χαρακτήρα της παρουσίας στο δημοτικό κατάστημα.
Σε κάθε περίπτωση είναι αξιοσημείωτο ότι εφαρμόζεται η αρχή της απαγόρευσης της βλαπτικής μονομερούς μεταβολής των συνθηκών απασχόλησης. Ειδικότερα, όπως αναφέρει και η απόφαση 5095/2008 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η σύμβαση παροχής υπηρεσιών του δικηγόρου ρυθμίζεται κυρίως από τον Κώδικα των Δικηγόρων. Το άρθρο 1 του Κώδικα, εξαίροντας το δημόσιο χαρακτήρα της σχέσης του δικηγόρου προς τον εντολέα του, χαρακτηρίζει ρητά το δικηγόρο ως άμισθο δημόσιο υπάλληλο και το άρθρο 38 ως άμισθο δημόσιο λειτουργό. Τα άρθρα 2 παρ. 1, 44-46 και 63 θεωρούν την άσκηση της δικηγορίας ως λειτούργημα, για αυτό η σχέση του δικηγόρου με τον εντολέα - πελάτη του έχει ως βάση τον προαναφερθέντα δημόσιο χαρακτήρα του. Η παροχή από δικηγόρο νομικών υπηρεσιών με πάγια αντιμισθία είναι πάντοτε αορίστου χρόνου και ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα περί συμβάσεως ανεξαρτήτων υπηρεσιών και εντολής, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στο δημόσιο χαρακτήρα αυτής8. Η σχέση έμμισθης εντολής δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και για αυτό στη σχέση αυτή δεν εφαρμόζονται οι γνήσιες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, παρά μόνον εφόσον το επιτρέπει ειδικός νόμος ή αναλογικά προσαρμόζονται προς τις διατάξεις του Κώδικα και δεν αντίκεινται στο δημόσιο χαρακτήρα του δικηγορικού λειτουργήματος. Για παράδειγμα, η διάταξη του άρθρου 7 του Ν 2112/1920, κατά την οποία κάθε μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως που βλάπτει τον υπάλληλο θεωρείται ως καταγγελία της συμβάσεως, για την οποία ισχύουν οι διατάξεις του νόμου αυτού, έχει αναλογική εφαρμογή στη σχέση έμμισθης δικηγορικής εντολής. Τα δικαιώματα του έμμισθου δικηγόρου σε μια τέτοια περίπτωση είναι τα ίδια με αυτά που παρέχονται και στον εργαζόμενο που υφίσταται δυσμενή υπηρεσιακή μεταχείριση.
Επομένως, όταν ένας δικηγόρος συνάπτει σύμβαση έμμισθης εντολής με Δήμο χωρίς να δεσμεύεται από όρους καθημερινού ωραρίου, η μελλοντική διοικητική πρακτική του Δήμου να του επιβάλει όρους απασχόλησης που τον επιβαρύνουν από την άποψη του χρόνου παροχής της υπηρεσίας ελέγχεται ως παράνομη και για τον ιδιαίτερο λόγο ότι προκαλείται στο δικηγόρο μονομερής μεταβολή των συνθηκών απασχόλησής του, η οποία του προκαλεί υλική ή ηθική βλάβη, εφόσον αυτός δεν συγκατατίθεται στη μεταβολή.

Ε. Ερμηνευτική προσέγγιση της ισχύουσας νομοθεσίας για τις άδειες

Αναφορικά με το ζήτημα της απουσίας από την υπηρεσία, σύμφωνα με το άρθρο 165 παρ. 6 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων οι διατάξεις που διέπουν τους υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου των ΟΤΑ για τη χορήγηση και τη διάρκεια κανονικών και αναρρωτικών αδειών εφαρμόζονται και για τους δικηγόρους που απασχολούνται με πάγια αντιμισθία. Αυτό κατά ορθή ερμηνεία δεν αποκλείει την ολιγοήμερη απουσία των δικηγόρων για την εκπλήρωση των νόμιμων επαγγελματικών τους υποχρεώσεων χωρίς κανονική άδεια. Ο λόγος είναι ότι οι δικηγόροι σε αντίθεση με τους υπαλλήλους δεν υποχρεούνται σε (αδιάλειπτα) καθημερινή παρουσία. Το ίδιο το άρθρο 165 παρ. 5 θα έπρεπε να αναφέρει ρητά και όχι να παραλείπει έναν τέτοιο σοβαρό περιορισμό στην καριέρα τους, σε συνδυασμό με την αρχή της νομιμότητας της διοικητικής δράσης.
Επισημαίνεται ότι η δυνατότητα ολιγοήμερης απουσίας χωρίς κανονική άδεια, η οποία πρέπει να πραγματοποιείται πάντα στο πλαίσιο της αρχής της καλής πίστης, νοείται και λειτουργεί και ως ένα σημαντικό θεσμικό αντίβαρο σε σχέση με το ολοσχερές έλλειμμα στην κείμενη νομοθεσία για αίτηση και λήψη άδειας άλλης κατηγορίας. Είναι αξιοπρόσεκτη η αντιδιαστολή με τα σχετικά δικαιώματα των δημοσίων υπαλλήλων και των δημοτικών (π.χ. άδειες εκπαιδευτικές, ανατροφής τέκνου ηλικίας κατώτερης των 4 ετών και μέχρι για 9 μήνες9). Αυτός είναι ένας σπουδαίος περιορισμός ειδικά σε βάρος των δικαιωμάτων των δικηγόρων με έμμισθη εντολή, ο οποίος υπάρχει διαχρονικά στη νομοθεσία και τους προκαλεί πρόβλημα όχι μόνο στην ευρύτερη επαγγελματική τους καριέρα αλλά και στην ενδεχόμενη οικογενειακή τους ζωή. Αυτό το δεδομένο πρέπει να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη όσον αφορά το ζήτημα των απουσιών βραχείας διάρκειας.
Επιπλέον, είναι κρίσιμο και το γεγονός ότι οι έμμισθοι δικηγόροι έχουν να υπηρετήσουν πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ό,τι οι μισθωτοί και επομένως τους αναλογεί σε αντιστάθμισμα μία ευνοϊκότερη μεταχείριση όσον αφορά το υπηρεσιακό τους καθεστώς. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 63 Α παρ. 5 του Κώδικα Δικηγόρων, οι δικηγόροι που προσφέρουν τις νομικές ή δικηγορικές υπηρεσίες τους με πάγια περιοδική αμοιβή σε υπηρεσίες, οργανισμούς, επιχειρήσεις και κάθε είδους νομικά πρόσωπα και υπάγονται ή θα υπαχθούν για τις υπηρεσίες τους αυτές, κατά τις κείμενες διατάξεις, στην ασφάλιση του ασφαλιστικού οργανισμού που καλύπτει το προσωπικό του εντολέα τους, αποχωρούν υποχρεωτικά και η σύμβασή τους λύνεται αυτοδικαίως αφότου θεμελιώσουν από τις παραπάνω υπηρεσίες τους δικαίωμα για πλήρη σύνταξη κατά τη νομοθεσία που διέπει τον οργανισμό αυτόν, εκτός αν προϋπόθεση για τη συνταξιοδότησή τους είναι να παύσουν να ασκούν το λειτούργημα του δικηγόρου10.
Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους δεν προβλέπεται υποχρεωτική αποχώρηση για όσους δεν συμπλήρωσαν τις προϋποθέσεις της προαναφερθείσας διάταξης και συνεπώς μη δικαιούμενους πλήρους συντάξεως δικηγόρους, οι οποίοι εξακολουθούν να παραμένουν στην υπηρεσία, παρά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας τους, εκτός αν από τον Οργανισμό της Νομικής Υπηρεσίας του οικείου Δήμου προβλέπεται υποχρεωτική αποχώρησή τους με τη συμπλήρωση ορισμένου χρόνου υπηρεσίας ή ορίου ηλικίας και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση της μη παύσης άσκησης του λειτουργήματός τους εξαιτίας συνταξιοδοτήσεώς τους από το Ταμείο Νομικών11.
Εξάλλου, νομικά αβάσιμο θα ήταν τυχόν επιχείρημα ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 171 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων «οι διατάξεις του Κεφαλαίου Γ του πρώτου μέρους εφαρμόζονται αναλόγως και για το προσωπικό με ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου» εφόσον παραλείπεται η κρίσιμη νομική έννοια «εργασίας». Οι δικηγόροι δεν είναι υπάλληλοι ή μισθωτοί και δεν υπηρετούν με σύμβαση εργασίας αλλά έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου στους Δήμους. Επιπλέον, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εφαρμόζονται αναλογικά για το συγκεκριμένο ζήτημα οι διατάξεις που αφορούν το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, επομένως δεν χρειάζεται άδεια του Δήμου για την εκτέλεση αλλότριας εργασίας. Επισημαίνεται ότι κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να συνδυαστεί με την ίδια τη φύση της έμμισθης εντολής η οποία μεταξύ άλλων αποκλείει την έννοια των υπερωριών.
Δεν είναι άσχετη και η αντίστιξη που έχει καθιερωθεί όσον αφορά τη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων για τις ακυρωτικές διοικητικές διαφορές έναντι των Δήμων οι οποίες αφορούν τους δημοτικούς υπαλλήλους από τη μια πλευρά και τους έμμισθους δικηγόρους από την άλλη. Συγκεκριμένα, αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως κατά ατομικών διοικητικών πράξεων που αναφέρονται στην υπηρεσιακή κατάσταση των δικηγόρων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο Δημόσιο, στους ΟΤΑ ή σε άλλα ΝΠΔΔ με σχέση έμμισθης εντολής είναι το Συμβούλιο της Επικρατείας, και συγκεκριμένα το Γ’ Τμήμα, και όχι το Διοικητικό Εφετείο όπως συμβαίνει όχι για τους υπηρετούντες με σύμβαση όχι μόνο εργασίας αλλά και μίσθωσης έργου12. Ο λόγος είναι ότι οι δικηγόροι δεν αποτελούν «προσωπικό» των ανωτέρω φορέων, με την έννοια που έχει ο όρος αυτός στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1γ’ του Ν 702/197713. Αντίθετα, προκειμένου για δικηγόρο που έχει προσληφθεί με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και όχι έμμισθης εντολής, όπως προκειμένου για μέλος του ειδικού επιστημονικού προσωπικού της Βουλής των Ελλήνων, αρμόδιο είναι το Διοικητικό Εφετείο, διότι αυτός έχει προσληφθεί με σχέση εξαρτημένης εργασίας (υπαλληλική σχέση) έστω αν παραλλήλως έχει την ιδιότητα του δικηγόρου14.
Άρα, η ορθή ερμηνεία του νόμου είναι ότι είναι πλήρως απελευθερωμένη η άσκηση ιδιωτικού έργου ή εργασίας με αμοιβή από τους δικηγόρους των Δήμων σε αντιδιαστολή προς τους δημοτικούς υπαλλήλους. Η μόνη δέσμευση για τους δικηγόρους προέρχεται από τον Κώδικα Δικηγόρων, όπως εκάστοτε ισχύει, ως προς το αν και υπό ποιες ενδεχομένως προϋποθέσεις μπορούν να ασκήσουν και άλλες νόμιμες εργασίες πέρα από τη δικηγορία, χωρίς αυτό να συνεπάγεται αναστολή της εξάσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος.

ΣΤ. Διερεύνηση με περιπτωσιολογία για τη δυνατότητα απουσίας χωρίς άδεια

Με βάση τα παραπάνω, οι δικηγόροι με έμμισθη εντολή ενός Δήμου υποχρεούνται σε παροχή υπηρεσίας στο κατάστημά του για χρόνο που ανταποκρίνεται στις εκάστοτε υπάρχουσες υπηρεσιακές συνθήκες, κατά την αρχή της καλής πίστης. Δεν είναι σύμφωνο με την έννοια της σύμβασης, τουλάχιστον του ιδιωτικού δικαίου, ένας Δήμος να καθορίζει μονομερώς το χρόνο παροχής υπηρεσίας των δικηγόρων, έστω και με την έμμεση τεχνική του μονομερούς και κυριαρχικού καθορισμού των εκάστοτε υπαρχουσών υπηρεσιακών αναγκών, όπως άλλωστε κάτι τέτοιο ισχύει και για το δικηγόρο ως προς τις δικές του ανάγκες ανταπόκρισης στις ευρύτερες επαγγελματικές του υποχρεώσεις.
Ο κανόνας της υποχρέωσης παροχής υπηρεσίας επιδέχεται τουλάχιστον τις εξής εξαιρέσεις, στο πλαίσιο των οποίων οι δικηγόροι έχουν τη δυνατότητα να απουσιάζουν, πάντα κατά την αρχή της καλής πίστης, χωρίς να ζητούν και να λαμβάνουν κανονική άδεια απουσίας:
1) Όταν οι εκάστοτε υπάρχουσες υπηρεσιακές συνθήκες δεν παράγουν ανάγκες, τουλάχιστον που να είναι άμεσης επιτόπιας κάλυψης (π.χ. πιθανόν σε περίπτωση απεργίας των δημοτικών υπαλλήλων, ημιαργίας κ.λπ.),
2) Όταν πρέπει να παρασταθούν ενώπιον δικαστικών ή διοικητικών αρχών για υποθέσεις του Δήμου ή των άλλων ΝΠΔΔ τα οποία εκπροσωπούν ως Δικηγόροι του Δήμου, όπως π.χ. είναι ο οικείος Κοινωνικός Φορέας ή Αθλητικός Φορέας. Το μέτρο του ενδεχόμενου ταξιδιού τους, της πιθανής ταλαιπωρίας τους από την αναμονή και γενικότερα το μέτρο των περιστάσεων για την τέλεση της παράστασης αυτής αποτελεί και το κριτήριο της ενδεχόμενης ολοσχερούς απαλλαγής από την υποχρέωση μετάβασής τους στο δημοτικό κατάστημα κατά την ίδια ημέρα και της παροχής υπηρεσίας στο κατάστημα. Επισημαίνεται ότι ο νόμος εκφράστηκε στενότερα από αυτό που ήθελε να δηλώσει, καθώς στην πραγματικότητα πέρα από την κατά κυριολεξία παράσταση ενώπιον δημόσιας αρχής καλύπτεται και η περίπτωση της άτυπης επίσκεψης στο χώρο δημοσίων υπηρεσιών (π.χ. γραμματείες δικαστηρίων) κατά το ωράριο υποδοχής του κοινού στο πλαίσιο του χειρισμού δημοτικής υποθέσεως,
3) Σε περίπτωση εκπλήρωσης μίας από την κείμενη νομοθεσία επιβαλλόμενης υποχρέωσής τους αλλότριας προς την ιδιότητά τους ως δικηγόρων του Δήμου (π.χ. καθήκοντα ενόρκου),
4) Όταν ο Δικηγορικός Σύλλογος του οποίου είναι μέλη έχει κηρύξει αποχή των μελών του από την άσκηση των καθηκόντων τους, είτε αυτό οφείλεται σε λόγους αγωνιστικής κινητοποιήσεως είτε σε αλλότριους (π.χ. σε ένδειξη πένθους),
5) Όταν πρέπει να παρασταθούν ενώπιον δικαστικών ή διοικητικών αρχών για υποθέσεις της ιδιωτικής τους πελατείας. Σε αντίθεση με την υπ’ αριθμόν 2 παρόμοια περίπτωση, η οποία ισχύει σε τακτική βάση, η παρούσα εφαρμόζεται εκτάκτως, στο βαθμό που είναι αδύνατο αυτό να αποφευχθεί. Ο λόγος είναι ότι το άρθρο 165 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων θέτει αυτόν τον περιορισμό υπέρ του χειρισμού των δημοτικών υποθέσεων και σε βάρος του χειρισμού των ιδιωτικών υποθέσεων από τους δικηγόρους. Κατά τα λοιπά ισχύει η προαναφερθείσα παρατήρηση, ότι το μέτρο του ενδεχόμενου ταξιδιού τους, της πιθανής ταλαιπωρίας από την αναμονή και γενικότερα το μέτρο των περιστάσεων για την τέλεση της παράστασης αυτής αποτελεί και το κριτήριο της ενδεχόμενης ολοσχερούς απαλλαγής από την υποχρέωση μετάβασης των δικηγόρων στο δημοτικό κατάστημα κατά την ίδια ημέρα και από τη συνακόλουθη υποχρέωση παροχής υπηρεσίας στο κατάστημα,
6) Όταν οι δικηγόροι ασκούν το δικαίωμά τους προς νόμιμη επαγγελματική απασχόληση η οποία δεν απαγορεύεται από τον Κώδικα Δικηγόρων, όπως εκάστοτε ισχύει, και δεν συνεπάγεται αναστολή του δικηγορικού λειτουργήματος (π.χ. διδασκαλία νομικών ή πολιτικών μαθημάτων ιδίως στη βαθμίδα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, εξάσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος). Η δραστηριότητα αυτή δεν είναι η κύρια εργασία των δικηγόρων καθώς αυτοί ως κύριο και σχεδόν αποκλειστικό τους επάγγελμα μπορούν να έχουν τη δικηγορία, για την οποία διαλαμβάνει το άρθρο 165 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων επιχειρώντας ένα λειτουργικό συνδυασμό των ιδιωτικών υποθέσεων του δικηγόρου και της υποχρεωτικής παροχής υπηρεσίας από αυτόν στο κατάστημα του Δήμου, για τις δημοτικές υποθέσεις που χρεώνεται. Σε αντιδιαστολή προς αυτόν τον κανόνα, όσον αφορά τις τυχόν δευτερεύουσες νόμιμες επαγγελματικές δραστηριότητες του δικηγόρου, περίπτωση δηλαδή που αφορά έναν περιορισμένο κύκλο δικηγόρων σε όλη την Ελλάδα, δεν τίθεται αυτός ο κανόνας. Άρα, οι δικηγόροι δύνανται να ασκούν το δευτερεύον επάγγελμά τους, όπως είναι κυρίως το διδακτικό, χωρίς άδεια από το Δήμο για το αν μπορούν να το ασκούν, σύστοιχα χωρίς κανονικές άδειες για τις ημέρες που το ασκούν. Επιτρέπεται να απουσιάζουν από το δημοτικό κατάστημα κατά το νόμιμο υπηρεσιακό ωράριο εφόσον κατά τις ημέρες αυτές δεν είναι δυνατή και η παροχή δικηγορικής υπηρεσίας στο κατάστημα του Δήμου στο νόμιμο υπηρεσιακό ωράριο, στο πλαίσιο της καλής πίστης προς διαφύλαξη και των συμφερόντων του Δήμου (π.χ. ενημέρωση του Δήμου ότι ασκείται και ορισμένο δευτερεύον επάγγελμα, ορθολογικός προγραμματισμός του συνόλου των επαγγελματικών υποχρεώσεων του δικηγόρου). Άλλωστε, το κύριο ζητούμενο είναι να διεκπεραιώνονται με τρόπο έντεχνο οι δικηγορικές υποθέσεις και όχι ο τόπος και ο χρόνος της διεκπεραίωσης. Τονίζεται ότι η κατά τα άρθρα 288 και 281 ΑΚ αρχή της καλής πίστης δεσμεύει και τις δύο πλευρές (Δήμος, δικηγόροι) και είναι πρόσφορη να δίνει κατά περίπτωση τις πλέον λειτουργικές λύσεις προς αμοιβαίο τους όφελος. Τυχόν αντίθετη, ανελεύθερη ερμηνεία της κείμενης νομοθεσίας θα προκαλούσε μία αντισυνταγματική τρώση των νομίμων συμφερόντων των δικηγόρων. Ο λόγος είναι ότι αυτοί θα κωλύονταν με τρόπο αντίθετο προς την κατ’ άρθρο 25 παρ. 1δ’ του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας να ασκούν το κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του ίδιου κειμένου δικαίωμά τους να αναπτύσσουν ελεύθερα την προσωπικότητά τους και να συμμετέχουν στην πολιτική, στην κοινωνική και ιδίως στην οικονομική ζωή της Χώρας και να απολαμβάνουν την κατά το άρθρο 16 παρ. 1 συνταγματική τους ελευθερία να καλλιεργούν την τέχνη και την επιστήμη, την έρευνα και τη διδασκαλία.
Επίλογος: Δυναμική διεύρυνσης των δικαιωμάτων των εμμίσθων δικηγόρων
Με βάση την ανάλυση που προηγήθηκε, η απάντηση στο εξεταζόμενο ερώτημα είναι αυτή που προκύπτει από την επιχειρηθείσα διερεύνηση με περιπτωσιολογία. Αναδεικνύεται επίσης η σημασία της νομικής ερμηνευτικής στη διαμόρφωση του σχετικού δικαίου, ιδίως χάρη σε ρηξικέλευθες γνωμοδοτήσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, το οποίο επιδεικνύει μία ευρύτερη δυναμική υπέρ της αξιοπρέπειας και της ανεξαρτησίας του λειτουργήματος των έμμισθων δικηγόρων.
Εξάλλου, ανοικτό παραμένει το σύστοιχο ζήτημα της νομοθέτησης όχι μόνο για την αποσαφήνιση της εφαρμοστέας νομοθεσίας σε φιλελεύθερη κατεύθυνση αλλά και για τη χορήγηση ευρύτερων αδειών προς τους δικηγόρους, των οποίων ήδη δικαιούνται να κάνουν χρήση οι υπάλληλοι των πρωτοβάθμιων ΟΤΑ. Συγκρίσιμη είναι η περίπτωση της επελθούσας επέκτασης του δικαιώματος στο επίδομα εξόδων κίνησης το οποίο αρχικά απολάμβαναν μόνο οι δημοτικοί υπάλληλοι κατά ρητό αποκλεισμό των δικηγόρων. Μία τέτοια εξέλιξη προσιδιάζει στην προαναφερθείσα περίπτωση του νεωτερισμού της γονικής άδειας για ανατροφή βρέφους ή νηπίου15.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Γ.Ν.Σ. Υπουργείου Εσωτερικών, του Νομικού Συμβούλου κ. Μαυρίκα Ν.
2. Βλ. Περίληψη σε ΔηΣΚΕ & αγορά 1/2008,90.
3. Με παραπομπή στις σχετ. πράξ. Α’ Τμήμ. ΕλΣυν 275/1995, 52, 120/1996, 120/1997, 149/2002.
4. Με παραπομπή στη σχετ. πράξ. Α’ Τμήμ. ΕλΣυν 153/2001. 
5. Α. Τσιγαρίδα, Παρατηρήσεις, ΔηΣΚΕ & αγορά 1/2008,91.
6. Α. Τσιγαρίδα, Παρατηρήσεις, ΔηΣΚΕ & αγορά 1/2008,91.
7. Βλ. Δικηγόρων αμοιβή, Εφοριακή Επιθεώρηση, Περίοδος Β’ τεύχος 338 τόμος 30, 2010,22 επ..
8. Στ. Βλαστός, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις. Ουσιαστικά και Δικονομικά Ζητήματα, σελ. 128.
9. Α. Μανιάτης, Άδεια ανατροφής σε υπάλληλο ΟΤΑ με σύζυγο ελεύθερο επαγγελματία, ΕΕργΔ 2008,321-326.
10. ΑΠ 1075/1999, Μ. Κουβέλη, Έμμισθη εντολή σε ΝΠΔΔ, Συνήγορος τ. 62/2007,61.
11. Γνωμοδότηση 447/2007. 
12. ΣτΕ 1896/2005.
13. ΣτΕ 2097/2000 ΔιΔικ 2001,92, ΕΔΔΔ 2000,849.
14. ΣτΕ 2148/1999.
15. Α. Μανιάτης, Άδεια ανατροφής σε υπάλληλο ΟΤΑ με σύζυγο ελεύθερο επαγγελματία, ΕΕργΔ 2008,326.