English
© 2010 Νομική Βιβλιοθήκη

ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ


eydpelop

twitter kathimerini











ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Δημοσιεύσεις

Κλ. Ρούσσος, Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα - Δομή και λειτουργία Ν 3869/2010

Κλεάνθη Ρούσσου, Αναπλ. Καθηγητή Παν/μίου Αθηνών

Περίληψη: Η επιλογή του έλληνα νομοθέτη να ρυθμίσει την πτώχευση των ιδιωτών με ειδικό νόμο εκτός πτωχευτικού κώδικα δεν είναι τυχαία αλλά συνδέεται με την επιδίωξή του να δημιουργήσει ένα ειδικό καθεστώς συλλογικής εκκαθάρισης των οφειλών του ιδιώτη και ταυτόχρονα να πρωτοπορήσει θέτοντας ως τελικό σκοπό την απαλλαγή του ιδιώτη από τις οφειλές του. Με την τεχνική του ειδικού νόμου, του Ν 3869/2010 , ο νομοθέτης απαγκίστρωσε μεν την πτώχευση των ιδιωτών από την εμπορική πτώχευση, δεν έμεινε όμως ανεπηρέαστος από αυτήν. Από την ανάλυση των βασικών ρυθμίσεων του νόμου προκύπτει ότι κατά βάση υπάρχουν δύο τύποι υπερχρεωμένων οφειλετών, αφενός αυτοί που δεν έχουν εισοδήματα, ή έχουν πενιχρά εισοδήματα -για τους οποίους, κατά τη γνώμη του γράφοντος, η απαλλαγή από τα χρέη θα έπρεπε να επέρχεται ως αυτόθροη συνέπεια της δικαστικής κρίσης που διαπιστώνει την ανέχειά τους- και αφετέρου αυτοί που έχουν μεν εισοδήματα, τα οποία δεν αρκούν όμως για την αντιμετώπιση των χρεών τους. Ο σχολιαζόμενος νόμος φαίνεται ότι κατά βάση αντιμετωπίζει ενιαία όλους τους οφειλέτες, χωρίς διάκριση με βάση την εισοδηματική τους κατάσταση με συνέπεια η επίτευξη της απαλλαγής από τα χρέη να αποτελεί μια μακροχρόνια διαδικασία χωρίς να λαμβάνεται υπόψη αν έχει πρακτικό νόημα η υποβολή του οφειλέτη, που στερείται εισοδημάτων, σε μια μακρά περίοδο περιορισμών και εποπτείας πριν επιτύχει την απαλλαγή του.

I. Βασικά χαρακτηριστικά και σκοπός του Ν 3869/2010

1. Μόνιμη ρύθμιση για την αντιμετώπιση της υπερχρέωσης φυσικών προσώπων

Η υπερχρέωση των ιδιωτών και ιδίως η ένταση με την οποία εμφανίζεται τα τελευταία χρόνια αποτελεί ένα νέο σχετικώς κοινωνικό φαινόμενο και ο Νόμος 3869 επιχειρεί να το αντιμετωπίσει [1] . Η υπερχρέωση προέρχεται κατά κύριο λόγο από καταναλωτικά δάνεια και από υπεραναλήψεις μέσω πιστωτικών καρτών, ενώ τα υψηλά επιτόκια που επιβάλλονται στις περιπτώσεις αυτές μεγαλώνουν τον κίνδυνο αφερεγγυότητας του οφειλέτη ενώ από την άλλη μεριά συμβάλλουν στη μείωση του κινδύνου των τραπεζικών οργανισμών από τη χορήγηση καταναλωτικών δανείων [2] .

Ο νέος νόμος σαφώς δεν έχει μεταβατικό χαρακτήρα ούτε αποτελεί πρόσκαιρη ρύθμιση για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης που μαστίζει την ελληνική οικονομία. Οι διατάξεις του έχουν μόνιμο χαρακτήρα και θεσπίστηκαν για να αποτελέσουν μέρος των νομοθετικών μέτρων για την αντιμετώπιση της υπερχρέωσης. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την διεθνή εμπειρία [3] . Σε πολλές έννομες τάξεις οι διατάξεις για την απαλλαγή των υπερχρεωμένων ιδιωτών από τις οφειλές τους, εφόσον συντρέξουν ορισμένες προϋποθέσεις, αποτελούν από καιρού σταθερό και μόνιμο τμήμα της πτωχευτικής τους νομοθεσίας [4] . Το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα μας δίνει το αγγλικό δίκαιο. Οι ρυθμίσεις για την απαλλαγή των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων από τα χρέη τους θεσπίσθηκαν εκεί για πρώτη φορά ήδη από το έτος 1861, έχουν δηλαδή στο μεταξύ ιστορία 150 περίπου ετών με σειρά ανανεώσεων και βελτιώσεων με πιο πρόσφατες αυτές που θεσπίζονται στο Ένατο Τμήμα του Insolvency Act του 1986.

2. Ρύθμιση οφειλών ή απαλλαγή;

Αυτό είναι το βασικό δίλημμα που αντιμετωπίζει κάθε νομοθέτης στην προσπάθειά του να συμβάλει στην εκκαθάριση των υπερχρεωμένων νοικοκυριών. Από μια συγκριτική επισκόπηση των ξένων εκείνων νομοθεσιών, που έχουν ηγετικό ρόλο στις έννομες τάξεις του κόσμου, καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι οι νομοθέτες της υφηλίου προσφέρουν και τις δύο δυνατότητες στους υπερχρεωμένους οφειλέτες, και τη ρύθμιση των οφειλών τους και την πλήρη απαλλαγή τους, ανάλογα αν ο οφειλέτης στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει τις δυνατότητες και τις προοπτικές να ανταποκριθεί στους όρους μιας ρύθμισης οφειλών. Αν όχι, φαίνεται ότι συνήθως προσφέρεται η λύση της απαλλαγής από τα χρέη με κάποιες προϋποθέσεις, ουσιαστικές και διαδικαστικές.

Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 αντικείμενο του νόμου είναι αφενός η ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών φυσικών προσώπων που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα [5] και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής και αφετέρου η απαλλαγή τους από τις εν λόγω οφειλές. Εισάγεται ένα ιδιόρρυθμο καθεστώς πτωχεύσεως του ιδιώτη και, κυρίως, του καταναλωτή, χωρίς οι σχετικές διατάξεις να έχουν ενταχθεί απευθείας στο δίκαιο της πτωχεύσεως και να αποτελέσουν κεφάλαιο του πτωχευτικού κώδικα. Όμως, υπάρχουν στο νόμο αφενός διάσπαρτες διατάξεις που παραπέμπουν στην εφαρμογή του πτωχευτικού κώδικα (π.χ. άρθρο 9 παρ. 1 και παρ. 3 Ν 3869/2010 ) και αφετέρου υπάρχει η γενική παραπομπή του άρθρου 15 για την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του πτωχευτικού κώδικα, «όπου επιβάλλεται». Οι παραπομπές αυτές πρέπει να αξιοποιηθούν ερμηνευτικά στο μέγιστο δυνατό μέτρο ώστε να επιλυθούν διάφορα θέματα που κυρίως σχετίζονται: α) με τις ατομικές διώξεις κατά του οφειλέτη που ζητεί την υπαγωγή του στη ρύθμιση (αναστολή ατομικών διώξεων ή όχι;) [6] , β) με την δέσμευση της ατομικής περιουσίας του οφειλέτη, γ) με την μεταφορά της ατομικής περιουσίας του υπό την διαχείριση του εκκαθαριστή και την ρευστοποίησή της για την ικανοποίηση των πιστωτών.

Η επιλογή του έλληνα νομοθέτη να ρυθμίσει την πτώχευση ιδιωτών με ειδικό νόμο εκτός πτωχευτικού κώδικα δεν είναι τυχαία αλλά συνδέεται με την επιδίωξή του να δημιουργήσει ένα ειδικό καθεστώς συλλογικής εκκαθάρισης των οφειλών του ιδιώτη και, ταυτόχρονα, να πρωτοπορήσει θέτοντας ως τελικό σκοπό και στόχο της εκκαθάρισης την απαλλαγή του ιδιώτη από τις οφειλές του. Στο ελληνικό εμπορικό πτωχευτικό δίκαιο δεν προβλέπεται η απαλλαγή του πτωχού εμπόρου από τις οφειλές του, αλλά αυτές τον συνοδεύουν, τουλάχιστον θεωρητικά, σε όλη του τη ζωή με συνέπεια οι πιστωτές του μετά την περάτωση της πτωχεύσεως να έχουν τη δυνατότητα να αναλάβουν εκ νέου τις ατομικές διώξεις εναντίον του (άρθρο 166 παρ. 2 ΠτΚ). Είναι γεγονός ότι το μοντέλο αυτό συμβάλλει στην διαιώνιση της χρεοκοπίας, αντίθετα προς τον σκοπό του θεσμού της πτωχεύσεως που είναι η εκκαθάριση των εμπορικών οφειλών.

Με την τεχνική του ειδικού νόμου, του Ν 3869/2010 , ο νομοθέτης απαγκίστρωσε μεν την πτώχευση των ιδιωτών από την εμπορική πτώχευση, φαίνεται, όμως, ότι δεν έμεινε ανεπηρέαστος από αυτήν. Αν και στόχος του Ν 3869/2010 είναι η απαλλαγή του ιδιώτη από τις οφειλές του, εντούτοις ήδη στο άρθρο 1 υπάρχει αναφορά και στη ρύθμιση και στην απαλλαγή. Η ανάγνωση του κειμένου του άρθρου 1 προκαλεί στον αναγνώστη ερωτηματικά, αν τελικώς πρόκειται για νόμο ρύθμισης των οφειλών ή αν πρόκειται για νόμο που επιτρέπει την απαλλαγή από τις οφειλές. Διατρέχοντας κανείς τις διατάξεις του νόμου διαπιστώνει ότι πράγματι ο υπερχρεωμένος ιδιώτης έχει τη δυνατότητα να απαλλαγεί από το ανεξόφλητο τμήμα των οφειλών του, μονίμως και διά παντός (άρθρο 11 Ν 3869/2010 ). Κανονικά η απαλλαγή θα έπρεπε να δίδεται αμέσως αν η εισοδηματική και εν γένει περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη είναι τέτοια που καθιστά ανεδαφική και εξωπραγματική οποιαδήποτε δικαστική ρύθμιση των οφειλών του. Όμως ο έλληνας νομοθέτης επέλεξε ως πρωταρχικό στόχο τη ρύθμιση των οφειλών είτε με εξώδικο είτε με δικαστικό συμβιβασμό είτε με δικαστική ρύθμιση σε περίπτωση αποτυχίας του συμβιβασμού και ανεπάρκειας των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη (άρθρο 8 παρ. 2 Ν 3869/2010 ). Μόνο μετά από συνεπή εκτέλεση των όρων της ρύθμισης επί μία τετραετία ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει την απαλλαγή του από τα χρέη, ήτοι «από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής έναντι όλων των πιστωτών» (άρθρο 11 παρ. 1 Ν 3869/2010 ).

ΙI. Πεδίο εφαρμογής και προϋποθέσεις εφαρμογής Ν 3869/2010

1. Φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν την εμπορική ιδιότητα

Όπως αναφέρθηκε και εισαγωγικά, το πεδίο εφαρμογής του νόμου περιορίζεται αποκλειστικά στα «φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα» (άρθρο 1 παρ. 1 εδ. 1 Ν 3869/2010 ). Τα φυσικά αυτά πρόσωπα είναι αφενός οι ιδιώτες, οι καταναλωτές που δημιούργησαν χρέη από συναλλαγές για την ικανοποίηση ιδιωτικών αναγκών και αφετέρου οι επαγγελματίες εκείνοι, οι οποίοι δεν έχουν την εμπορική ιδιότητα και, κατά συνέπεια, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του πτωχευτικού κώδικα. Τέτοιοι επαγγελματίες είναι κατά βάση όλοι όσοι ασκούν ελεύθερα επαγγέλματα που δεν υπάγονται στην έννοια του εμπόρου όπως είναι τα ελεύθερα επιστημονικά επαγγέλματα του γιατρού, του δικηγόρου, του συμβολαιογράφου, του μηχανικού κ.λπ. ή τα ελεύθερα επαγγέλματα που δεν υπάγονται στην άσκηση εμπορίας όπως π.χ. ο οδηγός αυτοκινήτου, ο ηλεκτρολόγος, ο υδραυλικός, ο εκπαιδευτής, ο ηλεκτρονικός, ο προγραμματιστής ηλεκτρονικών υπολογιστών κ.λπ. που παρέχουν υπηρεσίες αποκλειστικώς ή κατά κύριο λόγο διά μόνης της προσωπικής τους εργασίας.

2. Μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών

Ο νόμος εφαρμόζεται για συσσωρευμένες ληξιπρόθεσμες χρηματικές οφειλές με εξαίρεση τις οφειλές που έχουν περιληφθεί στον κατάλογο του άρθρου 1 παρ. 2 Ν 3869/2010 . Προϋπόθεση υπαγωγής του οφειλέτη στη ρύθμιση του νόμου είναι η μόνιμη αδυναμία του να ανταπεξέλθει στις πληρωμές των ληξιπροθέσμων οφειλών του, όπως κατηγορηματικώς απαιτεί το άρθρο 1 παρ. 1 Ν 3869/2010 .

α) Έλλειψη ρευστότητας

Ως αδυναμία πληρωμής ορίζεται κατ’ αρχήν η έλλειψη ρευστότητας, έλλειψη δηλαδή χρημάτων όσων απαιτούνται για να μπορεί ο οφειλέτης να ανταποκριθεί στα (ληξιπρόθεσμα) χρέη του. Η ρευστότητα του οφειλέτη καθορίζεται κατά βάση από τα διαθέσιμά του, κυρίως σε τραπεζικές καταθέσεις, και από τα τακτικά ή έκτακτα έσοδά του. Για την εφαρμογή του νόμου η ρευστότητα μπορεί να καθορίζεται και από τα έσοδα που μπορεί να επιτευχθούν άμεσα από εμπορεύσιμα αγαθά, όπως είναι π.χ. η εκποίηση μετοχών ή ομολογιακών τίτλων, η προεξόφληση αξιογραφικών απαιτήσεων από επιταγές ή συναλλαγματικές, η ρευστοποίηση χρυσού ή άλλων πολυτίμων μετάλλων κ.λπ., χωρίς να ενδιαφέρει αν είναι ή όχι συμφέρον το τίμημα που θα επιτευχθεί στη συγκεκριμένη συγκυρία ρευστοποιήσεως. Ακόμη η ρευστότητα μπορεί να καθορίζεται και από έκτακτα έσοδα, των οποίων η είσπραξη είναι προγραμματισμένη στο εγγύς μέλλον, όπως είναι π.χ. η αναμενόμενη εκταμίευση εγκεκριμένου ποσού δανείου, η είσπραξη ποσού από ρευστοποίηση ακινήτου με συγκεκριμένη βραχύχρονη ημερομηνία εκποιήσεως. Κατά συνέπεια, η ρευστότητα μπορεί να επηρεάζεται και από την υπάρχουσα περιουσία του οφειλέτη εφόσον είναι δυνατή η άμεση ρευστοποίησή της. Διαφορετικά, η ύπαρξη απλώς περιουσίας που είναι γενικώς ρευστοποιήσιμη δεν επηρεάζει ούτε βελτιώνει την ρευστότητα του οφειλέτη και την δυνατότητά του να ανταποκριθεί στα χρέη του. Έτσι η έλλειψη ρευστότητας με την ευρεία έννοια που ορίσθηκε πιο πάνω θεμελιώνει αδυναμία πληρωμών, έστω και αν ο οφειλέτης διαθέτει ακίνητη ή άλλη περιουσία, η οποία όμως δεν μπορεί να ρευστοποιηθεί άμεσα για την αντιμετώπιση της πίεσης και της ανάγκης που δημιουργεί η σώρευση ληξιπροθέσμων οφειλών.

Ιδίως στο αγγλικό δίκαιο νομολογία και θεωρία έχουν ασχοληθεί επανειλημμένως με τον προσδιορισμό των κριτηρίων της αδυναμίας πληρωμών που συστηματοποιούνται εκεί στο κριτήριο της ρευστότητας (cash flow) και στο κριτήριο του περιουσιακού απολογισμού (asset balance sheet). Παρά τις προσπάθειες διακρίσεως μεταξύ των δύο κριτηρίων και συστηματοποιήσεώς τους σε δύο διαφορετικές κατηγορίες, στην πράξη φαίνεται ότι επικρατεί η ad hoc αξιολόγηση των οικονομικών δυνατοτήτων και της περιουσιακής καταστάσεως του οφειλέτη ως κριτήριο για την κατάφαση ή άρνηση της αδυναμίας πληρωμών. Πάντως, το κριτήριο της ρευστότητας φαίνεται ότι παίζει καθοριστικό ρόλο και στο αγγλικό δίκαιο δεδομένου ότι η ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων δεν είναι κατά κανόνα εύκολη υπόθεση, ιδίως όταν πρόκειται για ακίνητη περιουσία. Μόνο αν η περιουσία είναι άμεσα ρευστοποιήσιμη μπορεί να καταλογισθεί στην ρευστότητα του οφειλέτη.

β) Μόνιμη έλλειψη ρευστότητας και διάκριση από την πρόσκαιρη έλλειψη ρευστότητας

Δεν είναι κρίσιμο, αν η ρευστότητα του οφειλέτη, όπως διαμορφώνεται με βάση τα έσοδα και τις αποταμιεύσεις που έχει, του επιτρέπει μεν να ανταποκριθεί σε κάποιες από τις οφειλές του, δεν επαρκεί, όμως, για να καλύψει όλο το φάσμα των οφειλών του. Η αδυναμία του να ανταπεξέλθει στις οφειλές του κρίνεται συνολικά με βάση τη σχέση της ρευστότητός του προς τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του. Κατά την αξιολόγηση δε της σχέσεως αυτής θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη τόσο η παρούσα κατάσταση ρευστότητος του οφειλέτη όσο και αυτή που διαμορφώνεται σε βαθμό πιθανολογουμένης βεβαιότητας, η πιθανολόγηση δε αυτή μπορεί να γίνει με βάση τις εξελίξεις που αναμένονται στην κατάσταση ρευστότητας του οφειλέτη στο διάστημα των εβδομάδων που ακολουθούν την ημερομηνία συζητήσεως της αιτήσεώς του για υποβολή στη ρύθμιση, η πρόβλεψη σε διάστημα δύο έως δώδεκα το πολύ εβδομάδων φαίνεται εύλογη. Αν αυτό, που αναμένεται να συμβεί σε βαθμό πιθανολογούμενης βεβαιότητος τις επόμενες εβδομάδες, αποκαθιστά την ρευστότητα του οφειλέτη, τότε σήμερα ευρίσκεται σε πρόσκαιρη και όχι σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών.

Η αδυναμία πληρωμών μπορεί να είναι πρόσκαιρη για διάφορους λόγους που θα κριθούν και θα αξιολογηθούν κατά περίπτωση. Η πρόσκαιρη αδυναμία μπορεί να οφείλεται στην καθυστέρηση του οφειλέτη να εισπράξει κάποια ή κάποιες απαιτήσεις του, οι οποίες όμως κατά τα λοιπά δεν έχουν τα χαρακτηριστικά της επισφάλειας. Ακόμη πρόσκαιρη αδυναμία πληρωμών μπορεί να δημιουργείται από μία έκτακτη και απρόβλεπτη δαπάνη, η οποία δημιουργεί προσωρινό πρόβλημα ρευστότητος, το οποίο όμως αναμένεται να αποκατασταθεί σταδιακά με βάση τη συνήθη ροή των εσόδων που θα έχει ο οφειλέτης στο επόμενο διάστημα, κατά κανόνα εντός του τριμήνου που ακολουθεί.

Κατά συνέπεια, η αδυναμία πληρωμών καθορίζεται με βάση τη σχέση οφειλών και παροντικής ρευστότητος, αφού ληφθεί υπόψη και η προβλεπόμενη για το εγγύς μέλλον εξέλιξη της ρευστότητος του οφειλέτη. Εφόσον η σχέση αυτή είναι αρνητική με την έννοια ότι η ρευστότητά του δεν του επιτρέπει να ανταποκριθεί στον όγκο των οφειλών του, υπάρχει μόνιμη αδυναμία πληρωμών. Θα κριθεί κατά περίπτωση ποιος είναι ο κρίσιμος όγκος μη δυναμένων να ικανοποιηθούν οφειλών που θεμελιώνει μόνιμη αδυναμία πληρωμών. Αν π.χ. κάποιος έχει 10 πιστωτές με οφειλές περίπου 2.000 € προς τον καθένα, και η ρευστότητα του οφειλέτη του επιτρέπει να ανταποκριθεί μόνο σε 9/10 πιστωτών, δεν επαρκεί όμως να καλύψει όλες τις οφειλές αφήνοντας ακάλυπτο ένα ποσό της τάξεως των 1.000 €, είναι αμφίβολο αν μια τέτοια διαμόρφωση της σχέσεως ρευστότητος προς οφειλές είναι αρκετή για να θεμελιώσει μόνιμη αδυναμία πληρωμών. Και αντίστροφα, στο ίδιο παράδειγμα, όταν η ρευστότητα του οφειλέτη αρκεί για να εξυπηρετήσει 1/10 πιστωτών, δεν επαρκεί όμως για να καλύψει όλες τις οφειλές αφήνοντας ακάλυπτο ένα ποσό της τάξεως των 18.000 €, είναι αναμφίβολο ότι μια τέτοια διαμόρφωση της σχέσεως ρευστότητος προς οφειλές είναι αρκετή για να θεμελιώσει μόνιμη αδυναμία πληρωμών. Είναι χαρακτηριστικό ότι το κείμενο του νόμου, ακριβολογώντας, δεν κάνει λόγο για αδυναμία πληρωμής των ληξιπροθέσμων οφειλών, αλλά ληξιπροθέσμων οφειλών γενικώς, χωρίς την προσθήκη του οριστικού άρθρου. Η διατύπωση αυτή ενισχύει πρόσθετα τη θέση ότι δεν επιτρέπεται ερμηνεία του άρθρου 1 προς την κατεύθυνση ότι στο νόμο υπάγονται μόνον οι ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις που δεν εξυπηρετούνται ενώ δήθεν δεν υπάγονται εκείνες που εξυπηρετούνται κανονικώς από τον οφειλέτη. Αν επί παραδείγματι ο οφειλέτης έχει εκχωρήσει ή έχει ενεχυριάσει στην Α πιστώτριά του τακτικά έσοδα που έχει από ορισμένη δραστηριότητα (π.χ. από το μισθό του, από πάγιες καταβολές πελάτη) και έτσι εξυπηρετείται μεν η Α, όμως τα εναπομένοντα έσοδά του δεν επαρκούν για να εξυπηρετηθούν ή επαρκούν για να εξυπηρετηθούν μόνον εν μέρει οι πιστωτές του Β, Γ, Δ, Ε και Ζ, με βάση τη διατύπωση, τον σκοπό και το πνεύμα του νόμου είναι αναμφισβήτητο ότι ο οφειλέτης βρίσκεται σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών, έστω και αν ένα ή κάποια από τα χρέη του εξυπηρετούνται. Άρα, θα ζητήσει την υπαγωγή του στη ρύθμιση του νόμου συμπεριλαμβάνοντας σ’αυτήν όλες τις απαιτήσεις των πιστωτών του, στις οποίες θα συμπεριληφθεί και η απαίτηση της Α.

3. Εξαιρούμενες οφειλές

Η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 Ν 3869/2010 δεν επιτρέπει να υπάγονται στη ρύθμιση οι ακόλουθες κατηγορίες οφειλών:

α) Οι οφειλές που έχουν γεννηθεί το τελευταίο έτος πριν από την υποβολή της αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση. Ο λόγος της διατάξεως αυτής είναι προφανώς να αποθαρρύνει τον οφειλέτη να δημιουργήσει οφειλές με την πρόθεση να επιτύχει την απαλλαγή του επιτυγχάνοντας λίγο μετά την ανάληψη των οφειλών την υπαγωγή του στις ευεργετικές διατάξεις του νόμου για τη ρύθμιση οφειλών. Η εξαίρεση από τη ρύθμιση των οφειλών του τελευταίου έτους δημιουργεί ένα είδος υπόπτου περιόδου, όπως λέγεται στο κλασικό πτωχευτικό δίκαιο.

β) Επίσης δεν υπάγονται στη ρύθμιση οι παντός είδους οφειλές από φόρους και τέλη προς το Δημόσιο, τους ΟΤΑ, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης (άρθρο 1 παρ. 2 β Ν 3869). Εδώ έχουμε μια σημαντική διαφοροποίηση από το πτωχευτικό δίκαιο. Η κλασική πτωχευτική διαδικασία καταλαμβάνει τα πάσης φύσεως χρέη του εμπόρου προς οποιονδήποτε πιστωτή, έστω και αν αυτός είναι το Δημόσιο ή οποιοσδήποτε δημόσιος ή ασφαλιστικός οργανισμός.

γ) Τέλος, δεν υπάγονται στη ρύθμιση οι πάσης φύσεως οφειλές από αδικοπραξίες που διαπράχθηκαν με δόλο, από διοικητικά πρόστιμα και από χρηματικές ποινές. Ένα ερώτημα που θα απασχολήσει εδώ την πράξη είναι αν η έκδοση ακάλυπτης επιταγής εμπίπτει στα αδικήματα δόλου που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του νόμου. Αν και η γραμματική διατύπωση του άρθρου 1 παρ. 2 β δεν αφήνει αμφιβολία γι’ αυτό, εντούτοις φαίνεται μάλλον παράλογη η εξαίρεση από τη ρύθμιση των οφειλών από επιταγές που έχουν σφραγισθεί ως ακάλυπτες σε μια οικονομία που κάνει ευρεία χρήση της επιταγής ως πιστωτικού μέσου πληρωμής.

Οι συγκεκριμένες οφειλές που έχουν περιληφθεί στον κατάλογο του άρθρου 1 παρ. 2 Ν 3869/2010 δεν υπάγονται στη ρύθμιση του νόμου, ταυτόχρονα όμως η ύπαρξη τέτοιων οφειλών δεν εμποδίζει την υπαγωγή του οφειλέτη στη ρύθμιση για τις λοιπές οφειλές του, αυτές δηλαδή που δεν εμπίπτουν στον παραπάνω κατάλογο. Είναι μεν γεγονός ότι με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται οφειλές και χρέη «δύο ταχυτήτων», οι κοινές δηλαδή οφειλές που υπάγονται στη ρύθμιση και οι εξαιρούμενες οφειλές που δεν υπάγονται στη ρύθμιση και, άρα, πρέπει να εξυπηρετηθούν πλήρως από τον οφειλέτη. Η διαφοροποίηση αυτή μεταξύ οφειλών ανταποκρίνεται σε αντίστοιχες ρυθμίσεις που υπάρχουν σε όλα τα άλλα δίκαια πτωχεύσεως φυσικών προσώπων που αποτέλεσαν το πρότυπο του νομοθέτη του Ν 3869/2010 . Εκτός αυτού, η διαφοροποίηση δεν δημιουργεί πρόβλημα στην εφαρμογή του νόμου δεδομένου ότι είναι προγραμματισμένη εκ των προτέρων βάσει του καταλόγου του άρθρου 1 παρ. 2 και, κατά συνέπεια, το σχέδιο ρυθμίσεως οφειλών του άρθρου 4 παρ. 1 Ν 3869/2010 , όπως και η κατά το άρθρο 8 δικαστική ρύθμιση χρεών, εκπονούνται με βάση τη ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 2, ότι δηλαδή ορισμένες κατηγορίες οφειλών μένουν εκτός ρυθμίσεως και πρέπει να εξυπηρετηθούν πλήρως από τα έσοδα και την ρευστοποιήσιμη περιουσία του οφειλέτη.

4. Άπαξ εφαρμογή της απαλλαγής

Τέλος, ο Ν 3869 εφαρμόζεται μόνο μία φορά για τον κάθε οφειλέτη. Αν δηλαδή κάποιος έχει ήδη υπαχθεί στη ρύθμιση του νόμου και πέτυχε την απαλλαγή του από τις οφειλές του, δεν μπορεί σε περίπτωση υποτροπής και συσσωρεύσεως νέων ληξιπρόθεσμων οφειλών να κάνει εκ νέου χρήση του Ν 3869.

5. Ειλικρίνεια του οφειλέτη (έλλειψη δόλου)

Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν 3869 απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή στις ευεργετικές ρυθμίσεις του νόμου είναι ο οφειλέτης να μην έχει περιέλθει εκ δόλου σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών του. Εδώ έχουμε ουσιώδη απόκλιση από το πτωχευτικό δίκαιο των εμπόρων, η πτώχευση των οποίων κηρύσσεται όταν συντρέχει αδυναμία πληρωμών χωρίς να εξετάζεται ο λόγος για τον οποίο ο έμπορος περιήλθε στην κατάσταση αυτή.

Το ερώτημα, αν και σε ποιες περιπτώσεις ο μη έμπορος οφειλέτης θα κατηγορηθεί ότι από δόλο περιήλθε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών, θα απαντηθεί περιπτωσιολογικά. Δόλια περιέλευση σε μόνιμη κατάσταση αδυναμίας πληρωμών έχουμε όταν ο οφειλέτης με χαριστικές δικαιοπραξίες διαθέτει περιουσιακά του στοιχεία σε πρόσωπα του οικογενειακού και συγγενικού του περιβάλλοντος με κατά τεκμήριο πρόθεση αποφυγής των πιστωτών και των χρεών του. Δόλια συμπεριφορά υπάρχει όταν ο οφειλέτης με καταστρεπτικά μέσα περιέρχεται σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών, π.χ. εξαντλεί την περιουσία του σε τυχερά παιχνίδια. Οριακή είναι η περίπτωση που ο οφειλέτης για να κερδίσει χρόνο χρησιμοποιεί καταστρεπτικά κατ’αντικειμενική κρίση οικονομικά μέσα ελπίζοντας ότι θα μπορέσει στη συνέχεια να ανταποκριθεί στις οφειλές του. Κλασικό παράδειγμα αποτελεί εδώ η ανακυκλούμενη χρήση πιστωτικών καρτών προς εξόφληση χρεωστικών υπολοίπων άλλων πιστωτικών καρτών του ιδίου οφειλέτη. Η ανακυκλούμενη χρήση πιστωτικών καρτών δεν αρκεί κατά κανόνα για την κατάφαση δόλιας συμπεριφοράς [7] , εκτός αν ο πιστωτής επικαλεσθεί και αποδείξει συγκεκριμένες δόλιες ενέργειες του οφειλέτη, βάσει των οποίων επιτύγχανε την έκδοση πολλαπλών πιστωτικών καρτών.

ΙΙΙ. Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις για τη ρύθμιση των οφειλών

1. Προσπάθεια εξωδικαστικού συμβιβασμού

Ένα εξάμηνο πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο με το αίτημα του άρθρου 4 Ν 3869/2010 για ρύθμιση των οφειλών του, ο οφειλέτης πρέπει να επιχειρήσει εξωδικαστικό συμβιβασμό με τους πιστωτές του. Συναφώς το άρθρο 2 Ν 3869 ορίζει: «Προϋπόθεση για την ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου υποβολή αίτησης του οφειλέτη για ρύθμιση οφειλών και απαλλαγή αποτελεί η εκ μέρους του οφειλέτη προσπάθεια επίτευξης εξωδικαστικού συμβιβασμού με τους πιστωτές του και η αποτυχία αυτής». Η διάταξη αναφέρεται προφανώς στους πιστωτές των οφειλών του άρθρου 1 παρ. 1 Ν 3869, δεδομένου ότι οι οφειλές που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του άρθρου 1 παρ. 2 εξαιρούνται από τη ρύθμιση του νόμου. Άρα, η προσπάθεια εξωδικαστικού συμβιβασμού εξ ορισμού δεν μπορεί να περιλαμβάνει τους πιστωτές των οφειλών που περιλαμβάνονται στο άρθρο 1 παρ. 2 και εξαιρούνται από τη ρύθμιση. Επειδή το σύνηθες πρότυπο του οφειλέτη, στον οποίο αφορά ο νόμος, είναι αυτό του μικρο-οφειλέτη -στις περισσότερες περιπτώσεις με πενιχρά εισοδήματα, με πενιχρά περιουσιακά στοιχεία και έλλειψη συναλλακτικής εμπειρίας- είναι αμφίβολο αν ο εξωδικαστικός συμβιβασμός θα αποκτήσει ποτέ αξιόλογο πεδίο πρακτικής εφαρμογής. Στην πράξη πιθανώς να αποκτήσει τον χαρακτήρα υπογραφής τυπικών δηλώσεων αποτυχίας του συμβιβασμού.

Παρά ταύτα, η ερμηνεία και η εφαρμογή του άρθρου 2 θέτει και θα θέσει ερμηνευτικά θέματα. Κάποια από αυτά μπορούν να επιλυθούν με βάση την ερμηνεία και εφαρμογή των γενικών διατάξεων των άρθρων 871-872 ΑΚ περί συμβιβασμού δεδομένου ότι ο εξωδικαστικός συμβιβασμός, όπως άλλωστε κατά βάση και ο δικαστικός συμβιβασμός, αποτελούν συμφωνίες συμβιβασμού με την έννοια των παραπάνω διατάξεων του Αστικού Κώδικα. Κάποια άλλα θέματα θα χρειασθούν πιο εξειδικευμένη ερμηνευτική προσέγγιση. Ένα ερμηνευτικό θέμα που πιθανώς θα απασχολήσει την πράξη θα είναι αν η κατά το άρθρο 2 Ν 3869/2010 προσπάθεια εξωδικαστικού συμβιβασμού πρέπει να απευθύνεται σε όλους ανεξαιρέτως τους πιστωτές του άρθρου 1 παρ. 1 Ν 3869 ή αν αρκεί να απευθύνεται σε κάποιους μόνον εκ των πιστωτών που θα επιλέξει ο οφειλέτης με κριτήριο κατά κανόνα το μέγεθος και τη σπουδαιότητα των οφειλών. Ορθότερη φαίνεται η δεύτερη εκδοχή με το ακόλουθο σκεπτικό. Αν αποτύχει η επιχειρηθείσα προσπάθεια συμβιβασμού, δεν φαίνεται δόκιμο να κριθεί η αίτηση ρύθμισης του άρθρου 4 Ν 3869 ως απαράδεκτη με το επιχείρημα ότι απέτυχε μεν ο συμβιβασμός ως προς κάποιους πιστωτές, όμως δεν επιχειρήθηκε με όλους τους πιστωτές! Και αν ακόμη είχε επιχειρηθεί με όλους τους πιστωτές, πάλι θα αποτύγχανε αφού οι πιστωτές, στους οποίους απευθύνθηκε ο οφειλέτης, τον απέκρουσαν. Επομένως, η προσπάθεια συμβιβασμού θεωρείται σε κάθε περίπτωση ως αποτυχούσα και, άρα, είναι παραδεκτή η υποβολή της αίτησης του άρθρου 4. Αν πάλι επιτύχει η προσπάθεια συμβιβασμού με κάποιους πιστωτές και αποτύχει με άλλους, με τους πρώτους ο οφειλέτης είναι ελεύθερος να κλείσει συμφωνία συμβιβασμού με την έννοια του άρθρου 871 ΑΚ . Ως προς τους δεύτερους μπορεί να επιδιώξει να υπαχθεί στη ρύθμιση υπό τον όρο ότι το σύνολο των οφειλών του σε σχέση με την ρευστότητά του θεμελιώνουν μόνιμη αδυναμία πληρωμών με την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 Ν 3869. Στο εν λόγω σύνολο των οφειλών του θα ληφθούν υπόψη τόσο οι οφειλές εκείνες, ως προς τις οποίες εχώρησε εξωδικαστικός συμβιβασμός όπως διαμορφώθηκαν μετά από αυτόν, όσο και οι οφειλές εκείνες, ως προς τις οποίες απέτυχε ο εξωδικαστικός συμβιβασμός. Παρά το γεγονός ότι θα ληφθεί υπόψη το σύνολο των οφειλών με την παραπάνω έννοια για να κριθεί αν συντρέχει μόνιμη αδυναμία πληρωμών, εντούτοις οι οφειλές, ως προς τις οποίες επιτεύχθηκε ο εξωδικαστικός συμβιβασμός, δεν θα υπαχθούν στη ρύθμιση με βάση το άρθρο 1 παρ. 2 περ. α’ Ν 3869/2010 .

2. Προσπάθεια δικαστικού συμβιβασμού

Μετά την αποτυχία του εξωδικαστικού συμβιβασμού με την έννοια που μόλις αναλύθηκε, ακολουθεί η προσφυγή στο δικαστήριο, το κατά τόπο αρμόδιο ειρηνοδικείο, με την υποβολή αίτησης ρύθμισης, η οποία προσδιορίζεται να συζητηθεί σε έξι μήνες από την ημερομηνία της κατάθεσής της (άρθρο 4 παρ. 3 Ν 3869/2010 ). Στο διάστημα από την υποβολή της αιτήσεως μέχρι τη συζήτησή της ακολουθεί νέα προσπάθεια συμβιβασμού με τους πιστωτές με βάση σχέδιο διευθέτησης οφειλών που καταρτίζει ο οφειλέτης, συνοδεύει υποχρεωτικά την αίτηση και τίθεται υπόψη των πιστωτών του με την επίδοση της αίτησης. Αν συντρέχουν οι όροι του νόμου και, κυρίως, αν οι πιστωτές δεν φέρουν αντιρρήσεις στο σχέδιο διευθέτησης οφειλών, αυτό οριστικοποιείται και η ρύθμιση χρεών κλείνει με δικαστικό συμβιβασμό (άρθρο 7 Ν 3869), δηλαδή με συμβιβασμό που καταρτίζεται κατά τους όρους του σχεδίου, εφόσον δεν αντιλέγουν οι πιστωτές, και επικυρώνεται δικαστικώς.

3. Δικαστική ρύθμιση χρεών

Αν δεν επιτευχθεί ούτε δικαστικός συμβιβασμός, χωρεί η συζήτηση της αίτησης ρύθμισης κατά την δικάσιμο που είχε ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 3 Ν 3869/2010 , ήτοι μέσα σε έξι μήνες από την ημερομηνία κατάθεσής της.

α) Ανεπάρκεια περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη

Το αν θα γίνει ουσιαστικά δεκτή η αίτηση ή αν θα απορριφθεί, εξαρτάται από τα εισοδήματα του οφειλέτη και από την εν γένει περιουσιακή του κατάσταση, όπως δηλώνεται στο δικόγραφο της αιτήσεως (άρθρο 4 παρ. 1 Ν 3869/2010 ) και αποδεικνύεται κατά την συζήτησή της. Εφόσον γίνει δεκτή η αίτηση, χωρεί δικαστική ρύθμιση χρεών, δηλαδή ο οφειλέτης υποχρεώνεται να καταβάλλει συμμέτρως στους πιστωτές του ορισμένο ποσό μηνιαίως και για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών (άρθρο 8 παρ. 2 Ν 3869/2010 ). Κατά την ίδια διάταξη η δικαστική ρύθμιση χωρεί «αν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν είναι επαρκή ... λαμβάνοντας υπόψη τα πάσης φύσεως εισοδήματά του, ιδίως εκείνα από την προσωπική του εργασία, τη δυνατότητα συνεισφοράς του συζύγου, και σταθμίζοντας αυτά με τις βιοτικές ανάγκες του ιδίου και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του» (άρθρο 8 παρ. 2 Ν 3869/2010 ). Με βάση τη διατύπωση αυτή φαίνεται ότι προϋπόθεση για τη δικαστική ρύθμιση χρεών είναι η ανεπάρκεια των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Ερωτάται αν είναι δυνατή δικαστική ρύθμιση χρεών όταν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη είναι επαρκή με την έννοια ότι κατά βάση επαρκούν για την εξυπηρέτηση των ληξιπροθέσμων οφειλών του.

β) Δικαστική ρύθμιση επί επαρκείας περιουσιακών στοιχείων;

Αν ο οφειλέτης έχει πράγματι επαρκή τακτικά εισοδήματα, ρύθμιση χρεών κατά πάσα πιθανότητα θα επιτευχθεί ήδη στο στάδιο του δικαστικού συμβιβασμού (άρθρο 7 Ν 3869/2010 ) και, κατά συνέπεια, δεν θα υπάρχει χρεία δικαστικής ρυθμίσεως. Παρά τις υπάρχουσες ευνοϊκές προϋποθέσεις είναι δυνατόν ο δικαστικός συμβιβασμός για οποιονδήποτε λόγο να μην ευοδώθηκε και να οδηγήθηκε στην αποτυχία. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να ανακύπτει ανάγκη δικαστικής ρυθμίσεως που να έχει την έννοια της χρονικής ρυθμίσεως, της καταρτίσεως δηλαδή χρονοδιαγράμματος για την εξυπηρέτηση των οφειλών, οι οποίες δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν άμεσα και στον προβλεπόμενο χρόνο ληξιπροθεσμίας τους με βάση τον ρυθμό ροής των τακτικών εισοδημάτων του οφειλέτη. Οι διατάξεις του ισχύοντος νόμου δεν φαίνεται να δίνουν τη δυνατότητα στο δικαστή να προβεί σε χρονική ρύθμιση όταν υπάρχει επάρκεια τακτικών εισοδημάτων. Ο νόμος προβλέπει δικαστική ρύθμιση μόνον στην περίπτωση ανεπάρκειας περιουσιακών στοιχείων. Η ρύθμιση δε που προβλέπει αποτελεί κατ’ ουσίαν περικοπή χρεών, αφού ο οφειλέτης με τα κριτήρια του άρθρου 8 παρ. 2 Ν 3869/2010 καλείται να δώσει ό,τι έχει και για χρονικό διάστημα μόνο τεσσάρων ετών. Μετά την πάροδο της 4ετίας μπορεί να επιτύχει την πλήρη απαλλαγή του με τη μορφή της σεισάχθειας, η χορήγηση της οποίας εξαρτάται μόνο από την συναλλακτική συνέπεια του οφειλέτη και όχι από το αν πράγματι εξοφλήθηκαν και σε ποιο ποσοστό τα χρέη του. Παρά ταύτα με τελεολογικό επιχείρημα a majori ad minus θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι είναι δυνατή δικαστικώς η χρονική ρύθμιση χρεών. Αφού είναι δυνατό το μείζον, δηλαδή κατά τα εκτεθέντα η περικοπή χρεών, η ρύθμισή τους για την πλήρη αποπληρωμή τους μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα, ακόμη και πέραν της 4ετίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απαγορευόμενη από το νόμο διακριτική ευχέρεια του δικαστή. Η χρονική ρύθμιση με βάση την επάρκεια των τακτικών εισοδημάτων δεν συνεπάγεται ουσιαστικώς μείωση χρεών αλλά παράταση εξόφλησης με κάποιες μόνον ελαφρύνσεις του οφειλέτη όσον αφορά την τοκογονία του χρέους (βλ. σχετ. και άρθρο 11 παρ. 3 Ν 3869/2010 ).

Ερωτάται, περαιτέρω, αν χωρεί δικαστική ρύθμιση χρεών στην περίπτωση που ο οφειλέτης διαθέτει επαρκή ρευστοποιήσιμη περιουσία, από την οποία θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν πλήρως οι πιστωτές του σε περίπτωση επίσπευσης αναγκαστικής εκτελέσεως. Με βάση τον ορισμό της αδυναμίας πληρωμών, ότι συνίσταται σε έλλειψη ρευστότητας, η επάρκεια ρευστοποιήσιμης περιουσίας δεν εμποδίζει τη δικαστική ρύθμιση των χρεών. Η δικαστική ρύθμιση θα περιλαμβάνει εν προκειμένω αφενός την μηνιαία καταβολή ορισμένου ποσού με την έννοια του άρθρου 8 παρ. 2 Ν 3869/2010 και αφετέρου τη διάθεση στους πιστωτές των ποσών που θα προκύψουν από τη ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Η δικαστική ρύθμιση που ορίζει μηνιαίες καταβολές αναπτύσσει αμέσως τα αποτελέσματά της και είναι εκτελεστή με την έκδοση της σχετικής δικαστικής αποφάσεως χωρίς να επιτρέπεται δικαστική αναστολή της (άρθρο 8 παρ. 6 Ν 3869/2010 ). Άρα, ο οφειλέτης αμέσως με την έκδοση της απόφασης αρχίζει να καταβάλλει τις μηνιαίες δόσεις που έχουν ορισθεί. Αντίθετα, οι διατάξεις της απόφασης για τυχόν ρευστοποίηση της περιουσίας του οφειλέτη δεν υπόκεινται σε άμεση εκτελεστότητα.

γ) Εκκαθάριση ρευστοποιήσιμης περιουσίας

Συναφώς ορίζει το άρθρο 9 παρ. 1 Ν 3869/2010 ότι η ρευστοποιήσιμη περιουσία, αν υπάρχει, τίθεται υπό την διαχείριση εκκαθαριστή που ορίζεται από το δικαστήριο μετά από πρόταση των πιστωτών ή από τον κατάλογο πραγματογνωμόνων του άρθρου 371 ΚΠολΔ . Έργο του εκκαθαριστή είναι κατά κύριο λόγο η πρόσφορη εκποίηση της περιουσίας χάριν των πιστωτών (άρθρο 9 παρ. 1 εδ. 3 Ν 3869/2010 ), εφόσον η εκποίησή της «κρίνεται απαραίτητη για την ικανοποίηση των πιστωτών, ή όταν το δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να παρακολουθήσει και να υποβοηθήσει την εκτέλεση των όρων ρύθμισης των οφειλών ...» (άρθρο 9 παρ. 1 εδ. 1 Ν 3869/2010 ). Η εκποίηση ρευστοποιήσιμης περιουσίας, όταν υπάρχει, πρέπει να θεωρείται ότι είναι απαραίτητη με την έννοια της παραπάνω διατάξεως όταν τα τακτικά εισοδήματα του οφειλέτη σε συνδυασμό με τις αποταμιεύσεις μετρητών που τυχόν διαθέτει δεν επαρκούν για να ικανοποιήσουν πλήρως τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του με την καταβολή των μηνιαίων δόσεων που ορίζονται κατ’εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 2 Ν 3869/2010 . Αν, αντίθετα, τα τακτικά έσοδα του οφειλέτη σε συνδυασμό με τα διαθέσιμα μετρητά του αρκούν για την ικανοποίηση των χρεών, τότε κατ’αρχήν δεν φαίνεται να υπάρχει ανάγκη ρευστοποιήσεως περιουσίας. Συναφώς, εντούτοις, το άρθρο 9 παρ. 1 εδ. πρώτο περ. 2 Ν 3869/2010 προβλέπει ρευστοποίηση περιουσίας και προκειμένου να είναι δυνατή η παρακολούθηση και η εκτέλεση των όρων της ρύθμισης. Αν δηλαδή το δικαστήριο κρίνει ότι υπάρχουν αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα του οφειλέτη να τηρήσει με συνέπεια τις υποχρεώσεις του από τη δικαστική ρύθμιση μέσα στον ορισθέντα χρόνο ρύθμισης, τότε θέτει υπό τη διαχείριση του εκκαθαριστή περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, έτσι ώστε να μπορούν να ρευστοποιηθούν για να υποβοηθηθεί η εκτέλεση των όρων της ρύθμισης.

Αν ο οφειλέτης έχει ακίνητο που χρησιμοποιεί ως κύρια κατοικία μπορεί να ζητήσει την εξαίρεσή της από την ρευστοποίηση, εφόσον η αξία του ακινήτου δεν υπερβαίνει το αφορολόγητο όριο για την απόκτηση πρώτης κατοικίας συν 50%. Ο οφειλέτης όμως πρέπει να καταβάλει στους πιστωτές του σε χρήμα το 85% της εμπορικής αξίας του ακινήτου που κρατάει, η υποχρέωση δε αυτή του οφειλέτη υπόκειται σε ρύθμιση τοκοχρεωλυτικών δόσεων σε βάθος χρόνου που μπορεί να φθάσει και την εικοσαετία (άρθρο 9 παρ. 2 Ν 3869/2010 ). Η ρύθμιση αυτή παρατείνει σημαντικά τον χρόνο, κατά τον οποίο μπορεί ο οφειλέτης να επιτύχει την απαλλαγή του από τα χρέη. Με βάση τα παραπάνω δεδομένα η εξαίρεση της κύριας κατοικίας από την ρευστοποίηση οδηγεί σε σημαντική επιβάρυνση της θέσης του οφειλέτη, οπότε θα πρέπει να σταθμίσει τα συμφέροντά του με βάση τα δεδομένα που έχει πριν αποφασίσει να ζητήσει να εξαιρεθεί η κύρια κατοικία του από την υπαγωγή στη διαδικασία εκκαθάρισης και ρευστοποίησης.

IV. Απαλλαγή του οφειλέτη

Μετά την πάροδο τετραετίας και υπό τον όρο ότι εκτελούνται κανονικά οι κατά το άρθρο 8 παρ. 2 Ν 3869/2010 μηνιαίες καταβολές, ο οφειλέτης απαλλάσσεται «από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής έναντι όλων των πιστωτών» (άρθρο 11 παρ. 1 Ν 3869/2010 ). Αν και η απαλλαγή επέρχεται ως αυτόθροη συνέπεια της κανονικής εκτέλεσης των καταβολών στο διάστημα της τετραετίας, εντούτοις είναι προφανές ότι μπορεί να αμφισβητηθεί η κανονικότητα των καταβολών του οφειλέτη (βλ. σχετ. και άρθρο 11 παρ. 2 Ν 3869/2010 ). Για τον λόγο αυτό το άρθρο 11 παρ. 1 εδ. 2 Ν 3869/2010 προβλέπει ότι μετά την πάροδο της τετραετίας των ομαλών καταβολών μπορεί να ζητηθεί από τον οφειλέτη η έκδοση διαπιστωτικής δικαστικής απόφασης που «πιστοποιεί την απαλλαγή του από το υπόλοιπο των οφειλών». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται περαιτέρω ότι το αντικείμενο της κατά το άρθρο 4 Ν 3869/2010 αιτήσεως του οφειλέτη είναι η ρύθμιση των οφειλών του. Στη φάση αυτή δεν φαίνεται νόμιμο το αίτημα για απαλλαγή του από τις οφειλές αφού αυτή εξαρτάται από την κανονική και συνεπή τήρηση των όρων της ρύθμισης και από άλλους αστάθμητους παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν τη συναλλακτική συμπεριφορά του οφειλέτη.

Από τις παραπάνω ρυθμίσεις καθίσταται φανερό ότι μέχρι να φθάσουμε στην απαλλαγή αθροιστικά υπερβαίνουμε συνολικώς την πενταετία, αν ο χρόνος αυτός δεν επιμηκυνθεί περαιτέρω με την άσκηση ενδίκων μέσων (άρθρο 14 Ν 3869/2010 ).

Ο χρόνος αυτός είναι προφανές ότι μπορεί να επιμηκύνεται σημαντικά αν υπάρχει ρευστοποιήσιμη περιουσία του οφειλέτη που τίθεται υπό την διαχείριση εκκαθαριστή κατά τους όρους του άρθρου 9 Ν 3869/2010 . Αν μεν οι εργασίες της εκκαθαρίσεως και κυρίως της εκποιήσεως των ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων ολοκληρωθούν εντός της τετραετίας, παράλληλα δηλαδή με τον χρόνο που τρέχει για τις μηνιαίες καταβολές του οφειλέτη, τότε η απαλλαγή θα επέλθει με την πάροδο της τετραετίας. Ενδέχεται, όμως, η διαδικασία της ρευστοποίησης και της διανομής που την ακολουθεί να χρονίζει πέραν της τετραετίας. Ερωτάται αν αυτό εμποδίζει την εφαρμογή του άρθρου 11 και την απαλλαγή του οφειλέτη. Ορθότερο είναι να γίνει κατ’αρχήν δεκτό ότι η απαλλαγή του άρθρου 11 χωρεί μετά την πάροδο της τετραετούς ρύθμισης ανεξάρτητα από τον χρόνο που θα χρειασθεί για την ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων κατά το άρθρο 9 παρ. 1 και για τη διανομή. Συναφώς το άρθρο 11 παρ. 1 Ν 3869/2010 ορίζει ότι η απαλλαγή επέρχεται μετά από την κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεων που έχει ο οφειλέτης βάσει της τετραετούς ρύθμισης, «με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 9». Η επιφύλαξη αφορά την περίπτωση που ο οφειλέτης θέλει να κρατήσει το ακίνητο που χρησιμοποιεί ως κύρια κατοικία και για το λόγο αυτό αναλαμβάνει να εξοφλήσει το 85% της εμπορικής του αξίας με τοκοχρεολυτικές δόσεις σε βάθος χρόνου που μπορεί να φθάσει και την εικοσαετία. Αυτό αποτελεί, επομένως, ειδική περίπτωση ρύθμισης οφειλών με συνέπεια να μην μπορεί ο οφειλέτης να ζητήσει την κατά το άρθρο 11 απαλλαγή του όσο ακόμη εκκρεμούν οι καταβολές από τη ειδική αυτή ρύθμιση. Από την ίδια παραπάνω επιφύλαξη του άρθρου 11 παρ. 1 Ν 3869/2010 , η οποία αναφέρεται συγκεκριμένα στη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2, ενισχύεται το συμπέρασμα ότι μετά από την πάροδο της τετραετίας η απαλλαγή του οφειλέτη δεν εμποδίζεται αν εκκρεμεί ακόμη και διαρκεί πέραν της τετραετίας η κατά το άρθρο 9 παρ. 1 Ν 3869/2010 διαδικασία ρευστοποίησης της περιουσίας του.

V. Δικαιοσυγκριτική επισκόπηση

1. Αγγλικό Δίκαιο

Το Αγγλικό πτωχευτικό δίκαιο είναι διαιρεμένο σε δύο μεγάλες ενότητες, την εκκαθάριση των υπερχρεωμένων εταιριών (companies, corporate) και την εκκαθάριση (πτώχευση) των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, εμπόρων ή μη εμπόρων (individuals). Τα ουσιαστικά και τα διαδικαστικά θέματα και για τις δύο κατηγορίες αντιμετωπίζονται σε ένα ενιαίο νομοθετικό κείμενο, το λεγόμενο Insolvency Act 1986, το οποίο συμπληρώνεται σε επιμέρους θέματα που αφορούν τη μία ή την άλλη κατηγορία, εταιρίες ή φυσικά πρόσωπα, από ειδικότερα νομοθετήματα ιδίως δε αυτά που προσδιορίζουν το νομικό πλαίσιο λειτουργίας των εταιριών.

Στο πτωχευτικό δίκαιο των εταιριών αντί του όρου πτώχευση (bankruptcy) χρησιμοποιείται ο όρος insolvency που υποδηλώνει οικονομική αδυναμία, έλλειψη ρευστότητας. Οι θεσμοί που προβλέπονται στο Insolvency Act 1986 για την αντιμετώπιση της κρίσης μιας επιχείρησης στοχεύουν και καταλήγουν είτε στην εξυγίανση και στη συνέχιση της λειτουργίας της είτε στην εκκαθάριση και στην περάτωσή της. Οι θεσμοί αυτοί είναι: α) receivership που ισοδυναμεί ουσιαστικώς με την διαχείριση της εταιρίας από διαχειριστή, ο οποίος παλαιότερα διοριζόταν δικαστικώς, κατά την πρακτική που έχει επικρατήσει σήμερα διορίζεται από τον ή τους δανειστές που χρηματοδοτούν την εταιρία, δηλαδή από τραπεζικούς φορείς, εφόσον οι σχετικές συμβάσεις χρηματοδοτήσεως προβλέπουν λήψη διαχειριστικών μέτρων και διορισμό διαχειριστού σε περίπτωση αφερρεγυότητος [8] . β) Administration είναι ο διορισμός ενός τρίτου διαχειριστή από την ίδια την εταιρία με αποστολή την εξυγίανσή της και την εύρεση μέσων προς διανομή στους πιστωτές και τακτοποίηση των οφειλών της (part 26 of Companies Act 2006). Ο ίδιος διαχειριστής μπορεί να ορισθεί και δικαστικώς είτε μετά από αίτηση της εταιρίας ή των νομίμων εκπροσώπων της ή ακόμη και από έναν ή περισσοτέρους πιστωτές της [9] . c) Winding up ή liquidation [10] . Με τον θεσμό αυτό επιδιώκεται εξ αρχής η εκκαθάριση της εταιρίας, στο τέλος δε της διαδικασίας εκκαθάρισης ακολουθεί η λύση της. Η εκκαθάριση ως συνέπεια της αδυναμίας πληρωμών είτε είναι εκούσια με την έννοια ότι αποφασίζεται από την ίδια την εταιρία είτε είναι αναγκαστική με την έννοια ότι διατάσσεται δικαστικώς μετά από αίτηση είτε της ίδιας της εταιρίας είτε των διαχειριστών της είτε των πιστωτών της είτε ακόμη και από την διοικητική αρχή που εποπτεύει τις εταιρίες (Secretary of State for Trade and Industry) είτε ακόμη και από την Κεντρική Τράπεζα της Αγγλίας.

Ως bankruptcy τιτλοφορείται το κεφάλαιο IX του Insolvency Act 1986 και αφορά την πτώχευση φυσικών προσώπων (individuals). Ενώ στο πτωχευτικό δίκαιο των εταιριών ο απώτερος σκοπός είναι η εκκαθάριση και η περάτωση της εταιρίας που βρίσκεται σε αδυναμία πληρωμών, ο απώτερος σκοπός στο πτωχευτικό δίκαιο των φυσικών προσώπων είναι η απαλλαγή του υπερχρεωμένου προσώπου από τα χρέη του, η προσωπική και η οικογενειακή του λύτρωση από το βάρος και το άγος των χρεών. Από το πέρας της πτωχευτικής διαδικασίας το υπερχρεωμένο φυσικό πρόσωπο εξέρχεται απηλλαγμένο, εξαγνισμένο και έχει την ευκαιρία να κάνει μια νέα αρχή στη ζωή του (“The discharge permits the debtor to be given a fresh start and is in such a context seen as a form of rehabilitation”) [11] .

Στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο η δυνατότητα των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων να απαλλαγούν από τις οφειλές τους ήταν θεσμοθετημένη μόνον υπέρ των εμπόρων. Ήδη όμως μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, και συγκεκριμένα από το 1861, η πτώχευση ως θεσμός και μηχανισμός απαλλαγής από τα χρέη επεκτάθηκε και στα φυσικά πρόσωπα που δεν είχαν εμπορική ιδιότητα [12] .

Διαδικαστικά η πτώχευση φυσικού προσώπου ξεκινά με αίτηση προς το πτωχευτικό δικαστήριο, την οποία μπορεί να υποβάλει είτε ο ίδιος ο οφειλέτης είτε κάποιος εκ των δανειστών του, εφόσον ο τελευταίος καταφέρει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι τα χρέη του οφειλέτη ανέρχονται τουλάχιστον στο ποσό των 750 £ (bankruptcy level).

Συζητείται εδώ και αρκετό καιρό στο αγγλικό δίκαιο η σκοπιμότης εισαγωγής μιας διοικητικής διαδικασίας πτωχεύσεως για πτωχεύσεις με μικρό αντικείμενο, έτσι ώστε η αίτηση πτωχεύσεως να υποβάλλεται σε κάποιο δημόσιο λειτουργό ειδικευμένο σε πτωχευτικά θέματα (Official Receiver), ο οποίος θα αποφασίζει επί της πτωχεύσεως και θα συνδράμει τον πτωχό στη διαχείριση των διαφόρων διαδικαστικών και ουσιαστικών ζητημάτων που ανακύπτουν στο πλαίσιο της πτωχευτικής εκκαθάρισης.

Μετά την υποβολή της αιτήσεως εκδίδεται δικαστική απόφαση, η οποία κηρύσσει την πτώχευση αν κάνει δεκτή την σχετική αίτηση (bankruptcy order). Με την έκδοση της πτωχευτικής αποφάσεως αρχίζει η πτωχευτική διαδικασία και διορίζεται προσωρινά δημόσιος πτωχευτικός λειτουργός (official receiver). Ο δημόσιος πτωχευτικός λειτουργός έχει την αρμοδιότητα, μεταξύ άλλων, να διαπιστώνει την περιουσιακή κατάσταση του πτωχού, να διερευνά τα αίτια της υπερχρεώσεώς του, να εκτιμά την αξία της τυχόν υπάρχουσας πτωχευτικής περιουσίας και, αν χρειασθεί, να ζητεί την επερώτηση και ανάκριση του πτωχού δημοσίως. Στο πλαίσιο αυτής της δημόσιας ανακρίσεως ο πτωχός καλείται να προβεί σε ένορκες δηλώσεις για θέματα που αφορούν την περιουσιακή του κατάσταση, για τους λόγους που τον οδήγησαν στην πτώχευση και για άλλα παρεμφερή θέματα.

Εφόσον υπάρχει επαρκής πτωχευτική περιουσία ο δημόσιος πτωχευτικός λειτουργός καλεί συνέλευση πιστωτών προκειμένου αυτή να διορίσει εκκαθαριστή (trustee). Με τον διορισμό του όλη η πτωχευτική περιουσία περιέρχεται αυτομάτως στον εκκαθαριστή, ο οποίος έχει ευρείες εξουσίες διαχειρίσεως και ρευστοποιήσεως και διαθέσεως του προϊόντος της ρευστοποιήσεως στους πιστωτές. Με την μεταβίβαση της περιουσίας στον εκκαθαριστή ο πτωχός απαλλάσσεται από τα χρέη του. Η απαλλαγή επέρχεται αυτομάτως και αυτοδικαίως ένα έτος μετά την έκδοση της πτωχευτικής αποφάσεως [13] .

Είναι όμως δυνατόν η πτωχευτική απόφαση να εξαρτά την απαλλαγή του από όρους ή από την εκπλήρωση κάποιων υποχρεώσεων σε βάθος χρόνου που μπορεί να είναι από δύο έως δέκα πέντε έτη. Στην περίπτωση αυτή η απαλλαγή του επέρχεται μετά την πάροδο του χρόνου που ορίσθηκε με τη δικαστική απόφαση για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων ή των όρων που τέθηκαν στον οφειλέτη.

Ειδικές διατάξεις ρυθμίζουν την αξιοποίηση του σπιτιού του πτωχού. Κατά βάση το σπίτι του περιλαμβάνεται στην πτωχευτική περιουσία. Υπό ορισμένες, όμως, προϋποθέσεις που διατυπώνονται με κοινωνικά κριτήρια το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει την απόδοση του σπιτιού στον πτωχό.

Ο νομοθέτης κατ’αρχήν επιτρέπει να καθυστερήσει η εκποίηση του σπιτιού για ένα έτος από την ημερομηνία, κατά την οποία η διαχείριση της περιουσίας του πτωχού είχε περιέλθει στον εκκαθαριστή (trustee). Μετά την πάροδο του έτους, το σπίτι ρευστοποιείται και το προϊόν της ρευστοποιήσεως αποδίδεται στους πιστωτές έναντι εξοφλήσεως των απαιτήσεών τους. Αν ο εκκαθαριστής δεν επιτύχει εντός τριετίας από την έκδοση της πτωχευτικής αποφάσεως να εκποιήσει / ρευστοποιήσει το σπίτι του πτωχού, τότε αυτό περιέρχεται αυτοδικαίως και αυτομάτως στην κυριότητά του. Μεταξύ της ενιαύσιας καθυστερήσεως στην εκποίηση και της οριστικής ματαιώσεώς της, αν ο εκκαθαριστής δεν καταφέρει να πουλήσει το σπίτι εντός της προαναφερθείσας τριετίας, ο νόμος προβλέπει και την δυνατότητα πιο κοινωνικών λύσεων αναφορικά με το σπίτι ανάλογα με τις περιστάσεις και κυρίως την αξιολόγηση των οικιστικών αναγκών του ίδιου του πτωχού και της οικογένειάς του ή των συνοικούντων με αυτόν γενικότερα. Αν το πτωχευτικό δικαστήριο κρίνει ότι οι εν λόγω ανάγκες επιβάλλουν να παραμείνει το σπίτι στην κατοχή και κυριότητα του πτωχού και ότι η εκποίηση / ρευστοποίηση εμφανίζεται ως ένα σκληρό και αντικοινωνικό μέτρο, μπορεί με ειδική απόφασή του να επιτρέψει την παραμονή του πτωχού και της οικογένειάς του στο σπίτι είτε για μεγαλύτερο διάστημα από το προβλεπόμενο στο νόμο είτε και για πάντα (σχετ. sec. 335A - 338 Insolvency Act 1986) [14] .

2. Ηνωμένες Πολιτείες

Στο δίκαιο των ΗΠΑ ο Πτωχευτικός Κώδικας (Bankruptcy Code) περιλαμβάνεται στον 11ο Τίτλο του λεγομένου Ενιαίου Κώδικα ΗΠΑ (USA Code) και αποτελεί το ομοσπονδιακό πτωχευτικό δίκαιο, το οποίο όμως μπορεί να διαφοροποιείται στα επιμέρους δίκαια των πολιτειών. Το πεδίο εφαρμογής του αμερικανικού ΠτΚ εκτείνεται ενιαία σε όλους τους οφειλέτες ανεξάρτητα αν πρόκειται για εταιρίες ή εμπόρους ή φυσικά πρόσωπα ή ιδιώτες καταναλωτές. Στη βάση της λογικής αυτής ο ΠτΚ-ΗΠΑ περιλαμβάνει αφενός γενικές διατάξεις που κατά βάση ισχύουν για όλες τις κατηγορίες πτωχεύσεων και περιλαμβάνονται κυρίως στα κεφάλαια 1, 3 και 5 (chapter 1, chapter 3, chapter 5) και αφετέρου ειδικές διατάξεις στα κεφάλαια 7, 11 και 13 με ρυθμίσεις προσαρμοσμένες κυρίως στην περιουσιακή εικόνα και στο οικονομικό προφίλ του οφειλέτη.

Μερικές από τις πιο σημαντικές ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο γενικό μέρος του ΠτΚ-ΗΠΑ είναι οι ακόλουθες:

H υποβολή αιτήσεως πτωχεύσεως είτε από τον ίδιο τον οφειλέτη είτε από τους δανειστές του έχει ως συνέπεια την αυτόματη αναστολή όλων των ατομικών διώξεων εναντίον του (Bankruptcy Code sec 362 automatic stay).

Σύμφωνα με τη γενική διάταξη του sec 363 η διοίκηση όλης της πτωχευτικής περιουσίας περιέρχεται στον εκκαθαριστή, ο οποίος έχει δικαίωμα να την ρευστοποιήσει και να διανείμει το προϊόν της ρευστοποίησης στους πιστωτές (βλ. και sec 542).

Προβλέπεται αρκετά εκτενής και λεπτομερειακός κατάλογος περιουσιακών αντικειμένων που εξαιρούνται και δεν περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία [(chapter 5 sec 522 d συνδ b (1)]. Στον κατάλογο αυτό περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων:

Ακίνητη περιουσία ή προσωπική περιουσία (personal property) αξίας έως 15.000 $.

Περιουσία σε μηχανοκίνητο όχημα μέχρις αξίας 2.400 $.

Οικιακά αντικείμενα, έπιπλα, βιβλία, μουσικά όργανα και άλλα προσωπικά είδη συνολικής αξίας 8.000 $.

Κοσμήματα μέχρις αξίας 1.000 $.

Επαγγελματικά βιβλία ή επαγγελματικά εργαλεία μέχρις συνολικής αξίας 1.500 $.

Δικαιώματα από ασφαλιστήρια ζωής με επιμέρους διαφοροποιήσεις ως προς το είδος του ασφαλιστηρίου.

Πάσης φύσεως κοινωνικές παροχές ή άλλα βοηθήματα που λαμβάνει τακτικά ο οφειλέτης καθώς και οι αξιώσεις διατροφής στο μέτρο που απαιτείται για την διαβίωση του ιδίου και των εξαρτημένων από αυτόν ατόμων.

Αξιώσεις αποζημιώσεως για ορισμένες αιτίες όπως τραυματισμός κ.λπ.

Συνταξιοδοτικές αξιώσεις μέχρι του αφορολογήτου ορίου.

H περιουσία που εξαιρείται από την πτωχευτική απαλλοτρίωση μπορεί να περιλαμβάνει και το ακίνητο που χρησιμοποιεί ο οφειλέτης ως κατοικία εφόσον, όμως, δεν έχει προβεί σε καταδολιευτικές πράξεις και, κυρίως, εκποιήσεις κατά την τελευταία δεκαετία πριν από την υποβολή της αίτησης πτώχευσης (chapter 5 sec 522 b (1) para. 3 συνδ subsection o and p).

Στο κεφάλαιο 5 απαριθμούνται οι οφειλές, ως προς τις οποίες δεν είναι δυνατόν να χωρήσει απαλλαγή του οφειλέτη. Οι μη υπαγόμενες στην πτωχευτική ρύθμιση και απαλλαγή οφειλές είναι οι ακόλουθες (chapter 5 sec 523):

- φορολογικά ή τελωνειακά χρέη·

- χρηματικές οφειλές που δημιουργήθηκαν με απατηλά μέσα με την έννοια δηλαδή ότι ο οφειλέτης έλαβε χρήματα ή ιδιοκτησία ή υπηρεσίες αποκρύπτοντας από τον αντισυμβαλλόμενό του την οικονομική του κατάσταση καθώς και η απόκτηση πολυτελών αγαθών από ορισμένη αξία και πάνω (π.χ. συνολικής αξίας άνω των 500 $) σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα πριν από την υποβολή της αίτησης πτώχευσης (π.χ. 90 ημέρες ή 70 ημέρες πριν από την έκδοση της πτωχευτικής απόφασης, ανάλογα με την περίπτωση και τις αξίες που αφορά)·

- οφειλές διατροφής συζύγου, τέως συζύγου, τέκνων κ.λπ.

Ως προς την εξειδίκευση τώρα των διαφόρων κατηγοριών πτωχεύσεων σύμφωνα με τα κεφάλαια 11, 7 και 13 ΠτΚ-ΗΠΑ, ανάλογα κυρίως με το οικονομικό προφίλ του πτωχού οφειλέτη, πρέπει να παρατηρηθούν τα εξής: Το κεφάλαιο 11, ευρύτερα γνωστό και ως chapter 11, εφαρμόζεται στις πτωχεύσεις εταιριών και εμπορικών επιχειρήσεων, ενώ οι ιδιώτες υπάγονται συνήθως στις πτωχευτικές ρυθμίσεις του chapter 7 ή του chapter 13. Στις στατιστικές αναφέρεται ότι περίπου τα 2/3 των πτωχεύσεων ιδιωτών εκκαθαρίζονται με βάση τις διατάξεις του κεφαλαίου 7, ενώ μόλις περίπου το 1/3 εκκαθαρίζεται με τις διατάξεις του κεφαλαίου 13 [15] .

Στην πτωχευτική διαδικασία του κεφαλαίου 7 υπάγεται κατά βάση οποιοδήποτε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, με εξαίρεση λίγες μόνον κατηγορίες επιχειρήσεων που απαριθμούνται στην παρ. 109 του γενικού μέρους του ΠτΚ-ΗΠΑ και είναι οι σιδηροδρομικές, οι τραπεζικές και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Όπως, όμως, ήδη αναφέρθηκε η πτώχευση του κεφαλαίου 7 αποτελεί μορφή πτώχευσης κατ’εξοχήν κατάλληλη για υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα που στερούνται ουσιαστικώς τακτικών πόρων και εισοδημάτων. Το χαρακτηριστικό της πτωχευτικής διαδικασίας του κεφαλαίου 7 είναι ότι ο οφειλέτης που υπάγεται σ’αυτήν δεν έχει τακτικά εισοδήματα, οπότε μεταβιβάζει το σύνολο της περιουσίας που έχει στον εκκαθαριστή, ο οποίος αναλαμβάνει την διαχείριση και την εκποίησή της με σκοπό τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποιήσεως στους πιστωτές (sec 704). Με τη μεταβίβαση της περιουσίας του στον εκκαθαριστή ο οφειλέτης απαλλάσσεται πλήρως από όλα του τα χρέη. Αναφέρεται ότι εδώ η διαδικασία απαλλαγής του οφειλέτη διαρκεί μερικούς μόνον μήνες, συνήθως γύρω στους 4 μήνες. Η απαλλαγή χορηγείται χωρίς όρους και περιορισμούς και κυρίως χωρίς οποιεσδήποτε υποχρεώσεις για τον οφειλέτη και χωρίς η χορήγηση της να εξαρτάται από την καλή συναλλακτική συμπεριφορά του για κάποιο χρονικό διάστημα.

Υπάρχει ένας αρκετά μακροσκελής και λεπτομερειακός κατάλογος περιουσιακών στοιχείων που εξαιρούνται από την πτωχευτική απαλλοτρίωση και μπορεί να τα κρατήσει ο οφειλέτης. Τα περιουσιακά είδη που περιλαμβάνονται στον κατάλογο αυτό έχουν κατά βάση προσδιορισθεί με βάση το κριτήριο των ελάχιστων μέσων που χρειάζεται ο οφειλέτης για την διαβίωση και για την επιβίωσή του.

Η πτώχευση με τους όρους του κεφαλαίου 7 υπόκειται στον περιορισμό της καταχρηστικής άσκησης της αίτησης πτωχεύσεως. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι η αίτηση πτωχεύσεως έχει υποβληθεί καταχρηστικώς την απορρίπτει ή, ενδεχομένως, την υπαγάγει στην πτωχευτική διαδικασία των κεφαλαίων 11 και 13. Η αίτηση πτωχεύσεως κρίνεται καταχρηστική όταν τα μηνιαία εισοδήματα του πτωχού μετά από την αφαίρεση των αναγκαίων για τη διαβίωσή του εξόδων δεν είναι λιγότερα από το 25% των ανέγγυων πιστωμάτων ή δεν είναι λιγότερα από 6.000 $ ανάλογα ποιο από τα δύο μεγέθη είναι μεγαλύτερο ή όταν τα μηνιαία εισοδήματα του πτωχού μετά από την αφαίρεση των αναγκαίων για τη διαβίωσή του εξόδων δεν είναι λιγότερα από 10.000 $ (chapter 7 sec 707 b).

Η πτωχευτική διαδικασία υπό το κεφάλαιο 13 διαφέρει ουσιωδώς από αυτήν του κεφαλαίου 7. Στην πτωχευτική διαδικασία του κεφαλαίου 13 υπάγονται μόνον οι οφειλέτες που έχουν τακτικά εισοδήματα. Η προϋπόθεση αυτή είναι καθοριστική και για την διαμόρφωση της πτωχευτικής διαδικασίας του κεφαλαίου 13, η οποία ουσιαστικώς αποτελεί διαδικασία ρύθμισης οφειλών. Μετά την υποβολή της αιτήσεως στο πτωχευτικό δικαστήριο ο οφειλέτης υποχρεούται να υποβάλει σχέδιο πληρωμής των οφειλών του, το οποίο τελεί υπό την έγκριση και επικύρωση του δικαστηρίου, αφού ληφθούν υπόψη και οι απόψεις των πιστωτών κυρίως αυτών που έχουν εμπράγματες ασφάλειες. Με εξαίρεση τα περιουσιακά στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη διαβίωση του οφειλέτη, στα οποία πιθανώς να περιληφθεί και η κύρια κατοικία του, όλη η υπόλοιπη περιουσία του είναι δεσμευμένη και δεν μπορεί να εκποιηθεί με τη διαφορά όμως ότι παραμένει υπό την διοίκηση και υπό την κυριότητα του ίδιου του οφειλέτη και δεν έχουμε εδώ μεταβίβαση στον εκκαθαριστή.

Σύμφωνα με την πτωχευτική διαδικασία του κεφαλαίου 13 η πτωχευτική περιουσία εκτείνεται σε όλα τα περιουσιακά στοιχεία που έχει ο οφειλέτης κατά την έναρξη της πτωχευτικής διαδικασίας καθώς και σε όλα τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτά μετά την έναρξη της διαδικασίας. Η επέκταση αυτή της πτωχευτικής απαλλοτριώσεως στη μεταπτωχευτική περιουσία αποτελεί ουσιώδη διαφορά της πτωχεύσεως του κεφ. 13 από την πτώχευση του κεφ. 7, η οποία, όπως είδαμε, περιλαμβάνει μόνον την περιουσία που υπάρχει κατά την έναρξη της διαδικασίας. Άλλη μία ουσιώδης διαφορά είναι ότι εδώ, υπό το καθεστώς δηλαδή της πτωχεύσεως του κεφ. 13, η διοίκηση της πτωχευτικής περιουσίας δεν περιέρχεται στον εκκαθαριστή αλλά παραμένει στον οφειλέτη (sec 1306 b, 1327 b). Υπό την πτωχευτική διαδικασία του κεφ. 13 ο οφειλέτης είναι υποχρεωμένος να καταθέσει σχέδιο αποπληρωμής των οφειλών σε συνδυασμό με την αποκάλυψη όλων των πηγών εσόδων που έχει και θέση των εν λόγω εισοδηματικών πηγών υπό την επίβλεψη και τον έλεγχο του εκκαθαριστή (sec 1321, 1322). Τo σχέδιο τίθεται σε ισχύ και εφαρμόζεται, εφόσον το επικυρώσει το πτωχευτικό δικαστήριο και δεν υπάρχουν αντιρρήσεις από τους εμπραγμάτως ασφαλισμένους πιστωτές ή από πιστωτές άλλων ειδικών κατηγοριών (sec 1325).

3. Γερμανικό Δίκαιο

Στο γερμανικό δίκαιο η ρύθμιση των οφειλών φυσικών προσώπων αποτελεί τμήμα του πτωχευτικού δικαίου και οι σχετικές διατάξεις έχουν θεσπισθεί από το έτος 1999 και έχουν ενσωματωθεί στον γερμανικό Πτωχευτικό Κώδικα (Insolvenzordnung = InsO) ως ένατο και δέκατο κεφάλαιο αυτού με τον τίτλο «Απαλλαγή από υπόλοιπα οφειλών» (Restschuldbefreiung). Ο τίτλος προϊδεάζει ήδη ότι σκοπός του νόμου είναι η απαλλαγή των φυσικών προσώπων από τις οφειλές τους [16] .

Ο γερμανικός ΠτΚ διακρίνει την πτώχευση των φυσικών προσώπων από την πτώχευση των καταναλωτών. Στην πρώτη κατηγορία υπάγονται τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική δραστηριότητα ή και απλώς οικονομική δραστηριότητα που δεν αποτελεί εμπορία (παρ. 286 - 303 InsO). Στη δεύτερη κατηγορία υπάγονται οι καταναλωτές ως ιδιώτες που περιέρχονται σε καθεστώς υπερχρέωσης από καταναλωτική δραστηριότητα, όπως είναι οι καταναλωτικές αγορές, τα καταναλωτικά δάνεια κ.λπ. (παρ. 304 - 314 InsO). Στο δίκαιο της πτώχευσης των καταναλωτών υπάγονται και τα φυσικά πρόσωπα που έχουν μικρής εκτάσεως οικονομική δραστηριότητα. Η έκταση δε της οικονομικής τους δραστηριότητας κρίνεται από τον αριθμό των πιστωτών τους. Χαρακτηριστικά η παρ. 304 παρ. 2 InsO ορίζει ότι στο πτωχευτικό δίκαιο των καταναλωτών υπάγονται τα φυσικά πρόσωπα που κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως πτωχεύσεως έχουν μέχρι 20 τον αριθμό πιστωτές και εφόσον στους πιστωτές αυτούς δεν συγκαταλέγονται εργατικές απαιτήσεις.

Το υπερχρεωμένο φυσικό πρόσωπο υποβάλει κατά το γερμανικό δίκαιο αίτηση πτωχεύσεως, η οποία διέπεται από τις ειδικές διατάξεις των παρ. 286 επ. γερμΠτΚ. Η πτώχευση δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στην απαλλαγή από τα χρέη αλλά προϋποθέτει την υποβολή ξεχωριστής αιτήσεως από τον οφειλέτη για ρύθμιση των χρεών του και απαλλαγή (παρ. 287 παρ. 1 InsO, υποχρεωτική σύνδεση της αιτήσεως απαλλαγής με αίτηση πτωχεύσεως). Περαιτέρω, βασική προϋπόθεση για την υποβολή αίτησης απαλλαγής είναι η εκχώρηση στον εκκαθαριστή για χρονική διάρκεια μίας εξαετίας όλων των κατασχετών εσόδων του οφειλέτη από την παροχή εργασίας ή από άλλες πηγές περιοδικών παροχών. Κατά τη διάρκεια αυτής της εξαετίας ο οφειλέτης τελεί υπό καθεστώς ρυθμίσεως οφειλών. Μετά την πάροδο της εξαετίας μπορεί να ζητήσει την απαλλαγή του υπό τον όρο ότι στο ίδιο αυτό διάστημα εξεπλήρωσε κανονικά τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τον νόμο και από τη ρύθμιση οφειλών (βλ. ιδίως παρ. 295 γερμΠτΚ). Εδώ συγκαταλέγεται και η υποχρέωση του οφειλέτη να μεταβιβάσει στον εκκαθαριστή ποσοστό 50% της περιουσίας που αποκτά από κληρονομιά μετά την υποβολή της αιτήσεως απαλλαγής, η υποχρέωση αποκαλύψεως πρόσθετων πόρων και εσόδων που ανακύπτουν κατά τη διάρκεια της εξαετίας, η υποχρέωση διενέργειας οποιωνδήποτε πληρωμών προς τους πιστωτές του μόνο μέσω του εκκαθαριστού [17] και η αποφυγή ευνοϊκών καταβολών σε επιλεγμένους πιστωτές, η υποχρέωση καταβολής στον εκκαθαριστή της δικαστικώς ορισθείσας αμοιβής του, η μη εμπλοκή του σε ορισμένα οικονομικά ποινικά αδικήματα (παρ. 283 - 283c StGB).

Όσο εκκρεμεί η αίτηση απαλλαγής δεν επιτρέπονται μέτρα αναγκαστικής εκτελέσεως των πιστωτών (παρ. 294 InsO).

Όσον αφορά τώρα τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις απαλλαγής των υπερχρεωμένων καταναλωτών ισχύουν ορισμένες αποκλίσεις και ιδιαιτερότητες. Ο καταναλωτής, όπως και τα λοιπά υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, υποβάλει αίτηση πτωχεύσεως, η οποία μπορεί να συνδέεται και με αίτηση απαλλαγής από τα χρέη. Η αίτηση πτωχεύσεως του καταναλωτή πρέπει να συνοδεύεται από βεβαίωση αρμοδίου προσώπου ότι κατά το τελευταίο εξάμηνο πριν από την υποβολή της έλαβε χώρα προσπάθεια συνδιαλλαγής με τους πιστωτές, η οποία απέτυχε (παρ. 305 παρ. 1 αρ. 1 InsO). Ακόμη η αίτησή του πρέπει να συνοδεύεται από κατάλογο περιουσιακών στοιχείων και από κατάλογο πιστωτών καθώς και από σχέδιο εκκαθάρισης / ρύθμισης των οφειλών. Παρά δηλαδή την αποτυχούσα προσπάθεια συνδιαλλαγής πριν από την υποβολή της αίτησης πτωχεύσεως, ο οφειλέτης οφείλει να συνοδεύσει την υποβολή της αίτησής του με νέο σχέδιο συνδιαλλαγής και εξωδικαστικής ρύθμισης. Η διαδικασία πτωχεύσεως αδρανοποιείται μέχρι να ληφθεί απόφαση επί του σχεδίου συνδιαλλαγής· ο νόμος τάσσει προς τούτο τρίμηνη προθεσμία (παρ. 306 γερμΠτΚ). Εντός της προθεσμίας αυτής το σχέδιο συνδιαλλαγής είτε γίνεται δεκτό από όλους τους πιστωτές είτε γίνεται δεκτό τουλάχιστον από το 50% αυτών που πρέπει να εκπροσωπούν και το 50% των απαιτήσεων, οπότε η ελλείπουσα συναίνεση των υπολοίπων πιστωτών αντικαθίσταται από το δικαστήριο. Αν αποτύχει συμφωνία επί του σχεδίου συνδιαλλαγής και δεν συγκεντρωθεί το απαιτούμενο ελάχιστο ποσοστό του 50% των πιστωτών ή συγκεντρωθεί μεν το ελάχιστο αυτό ποσοστό αλλά τελικώς δεν επικυρώνεται η συνδιαλλαγή από την δικαστική απόφαση που υποκαθιστά τη συναίνεση των πιστωτών που λείπουν, τότε το πτωχευτικό δικαστήριο επιλαμβάνεται αυτοδικαίως της συνέχισης της αδρανοποιηθείσας διαδικασίας πτωχεύσεως σύμφωνα με τους απλοποιημένους κανόνες των παρ. 311 - 314 γερμΠτΚ.

Στο πλαίσιο της απλοποιήσεως της πτωχευτικής διαδικασίας εντάσσεται κυρίως η δυνατότητα να παραλειφθεί η ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων που υπάρχουν και να διαταχθεί ο οφειλέτης από το πτωχευτικό δικαστήριο να καταβάλει εντός ορισμένης προθεσμίας στον εμπιστευματοδόχο την αξία αυτή των περιουσιακών στοιχείων σε μετρητά προς διάθεση στους πιστωτές. Αν παράλληλα με την αίτηση πτωχεύσεως υπάρχει και αίτηση απαλλαγής, αυτή διερευνάται από το πτωχευτικό δικαστήριο μόνον μετά την πάροδο της προθεσμίας που έταξε το δικαστήριο για την καταβολή από τον οφειλέτη σε μετρητά της αξίας των περιουσιακών του στοιχείων (παρ. 314 παρ. 3 InsO). Ως προς την διαδικασία εκδικάσεως της αιτήσεως απαλλαγής και εκδόσεως σχετικής αποφάσεως απαλλαγής ισχύουν όσα ήδη αναπτύχθηκαν για την απαλλαγή γενικώς των φυσικών προσώπων και ρυθμίζονται ειδικότερα στις παρ. 289 - 291 InsO, στις οποίες παραπέμπει η παρ. 314. Επίσης εφαρμόζονται και εδώ οι λοιπές διατάξεις για την διαδικασία και τους όρους απαλλαγής κατά τις παρ. 295 - 304 InsO. Η διαδικασία της πτωχεύσεως αίρεται αυτοδικαίως όταν καταστεί τελεσίδικη η δικαστική απόφαση, η οποία δέχεται την υπαγωγή του οφειλέτη στη διαδικασία ρύθμισης και απαλλαγής (παρ. 289 παρ. 2 γερμΠτΚ).

VΙ. Συμπεράσματα και δικαιοπολιτικές παρατηρήσεις

Τα φυσικά πρόσωπα που δεν είναι έμποροι απέκτησαν μέσω του Ν. 3869/2010 για πρώτη φορά τη δυνατότητα να ρυθμίσουν τα χρέη τους και να επιτύχουν την πλήρη απαλλαγή τους. Πρόκειται αναμφιβόλως για ένα πρωτοποριακό νομοθέτημα που εισάγει τη «σεισάχθεια» ως μόνιμη ρύθμιση του ισχύοντος δικαίου. Πέρα από την κοινωνική του λειτουργία ο νόμος έχει σαφώς και μακροοικονομικά χαρακτηριστικά, αφού συμβάλλει στην επανένταξη στην οικονομική ζωή ατόμων που είχαν περιθωριοποιηθεί υπό το βάρος των χρεών τους.

Από την ανάλυση των βασικών ρυθμίσεων του νόμου προκύπτει ότι κατά βάση υπάρχουν δύο τύποι υπερχρεωμένων οφειλετών, αφενός αυτοί που δεν έχουν εισοδήματα ή έχουν πενιχρά εισοδήματα και αφετέρου αυτοί που έχουν μεν εισοδήματα, τα οποία όμως δεν αρκούν για την αντιμετώπιση των χρεών τους. Ως προς τους πρώτους η απαλλαγή από τα χρέη θα έπρεπε να επέρχεται ως αυτόθροη συνέπεια της δικαστικής κρίσης που διαπιστώνει την ανέχειά τους με ταυτόχρονη δέσμευση του συνόλου της τυχόν υπάρχουσας περιουσίας τους για ρευστοποίηση και διάθεση για την ικανοποίηση των πιστωτών τους. Η ρύθμιση οφειλών έχει πρακτικό νόημα μόνο ως προς την δεύτερη κατηγορία των οφειλετών εκείνων που έχουν εισοδήματα και μπορούν, επομένως, να ανταποκριθούν σε μια χρονικά εκτεταμένη σταδιακή εξόφληση των οφειλών τους σε συνδυασμό με τη ρευστοποίηση της υπάρχουσας τυχόν περιουσίας τους. Αντίθετα, ο σχολιαζόμενος νόμος φαίνεται ότι κατά βάση αντιμετωπίζει ενιαία όλους τους οφειλέτες χωρίς διάκριση με βάση την εισοδηματική τους κατάσταση. Συνέπεια αυτής της θεωρήσεως είναι ότι η επίτευξη της απαλλαγής από τα χρέη είναι μια μακροχρόνια διαδικασία, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη αν έχει πρακτικό νόημα η υποβολή του οφειλέτη, που στερείται εισοδημάτων, σε μια μακρά περίοδο περιορισμών και εποπτείας πριν να επιτύχει την απαλλαγή του.

Δεδομένου ότι στις περισσότερες περιπτώσεις υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων σημαντικό ρόλο στην ικανοποίηση των πιστωτών θα παίζει η τυχόν υπάρχουσα ρευστοποιήσιμη περιουσία, πρωταρχικό μέλημα του νομοθέτη θα έπρεπε να είναι η εξασφάλιση αυτής της περιουσίας υπέρ των πιστωτών με αυτόματη αναστολή των ατομικών διώξεων και δέσμευση της περιουσίας του οφειλέτη υπέρ του συνόλου των πιστωτών ήδη από την ημέρα υποβολής της αίτησης για ρύθμιση οφειλών. Με το άρθρο 6 Ν 3869/2010 αποδεικνύεται ότι ο νομοθέτης αναγνώρισε μεν την αναγκαιότητα αυτή, όμως εξαρτά την αναστολή των ατομικών διώξεων από προηγούμενη δικαστική κρίση, στην οποία μπορεί να προσφύγει όποιος έχει έννομο συμφέρον με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

Με την ίδια λογική η ρευστοποίηση τυχόν υπάρχουσας περιουσίας υπέρ των πιστωτών θα έπρεπε να αποτελεί αυτόθροη συνέπεια της δικαστικής κρίσης για υπαγωγή του οφειλέτη στη ρύθμιση. Η διατύπωση του σχετικού άρθρου 9 Ν 3869/2010 φαίνεται ότι και στο σημείο αυτό δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς το αν τελικώς η ρευστοποιήσιμη περιουσία θα αξιοποιηθεί για την ικανοποίηση των πιστωτών. Σε αντιστάθμισμα της πλήρους απαλλοτριώσεως της περιουσίας του οφειλέτη θα έπρεπε να είναι πιο χαλαρές και οι προϋποθέσεις, υπό τις οποίες θα μπορούσε να κρατήσει το σπίτι που μένει με συνεκτίμηση και αμιγώς κοινωνικών κριτηρίων. Με την ισχύουσα ρύθμιση ο οφειλέτης καλείται χωρίς άλλο, έστω και με μακροπρόθεσμες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, να καταβάλει σε μετρητά το 85% της εμπορικής αξίας του σπιτιού του. Πρέπει ουσιαστικώς να ξαναπληρώσει το σπίτι του για να μπορέσει να το κρατήσει.



Υποσημειώσεις

[ 1 ]. Βλ. Αιτιολογική Έκθεση Ν 3869 (Ι. Γενικό Μέρος): «Η υπερχρέωση αναδεικνύεται πλέον ως ένα από τα μεγαλύτερα κοινωνικά προβλήματα και στη χώρα μας και ως σύγχρονο κοινωνικό κράτος δικαίου έχουμε καθήκον να αντιμετωπίσουμε».

[ 2 ]. Σχετ. Περάκης, ΠτωχΔ, 2010, παρ. 85· Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, 2010.

[ 3 ]. Στην Αιτιολογική Έκθεση του νόμου υπάρχει σαφής αναφορά στη διεθνή εμπειρία.

[ 4 ]. Udo Reifner/Johanna Kreisilainen/Nik Huls/Helga Springeneer, Consumer Overindebtness and Consu-mer Law in the European Union - Final Report to the Commission of European Communities, Directorate General Health and Consumer Protection, 2003· Gerhardt Maria, Consumer Bankruptcy Regimes and Credit Default in the US and Europe, Center for European Policy Studies (CEPS) 2009· Niemi-Kiesilainen/Ramsay/Whitford, Consumer Bankruptcy in Global Perspective, 2003.

[ 5 ]. Όπως είναι γνωστό, πτωχευτική ικανότητα αναγνωρίζεται στο δίκαιό μας μόνον στους εμπόρους, όπως αυτοί ορίζονται από τα άρθρα 1 και 19 του Εμπορικού Νόμου του 1835, ενώ ο νέος πτωχευτικός κώδικας (Ν 3588/2007 ) με το άρθρο 2 παρ. 1 αυτού έχει επεκτείνει την πτωχευτική ικανότητα και στα νομικά πρόσωπα που επιδιώκουν οικονομικό σκοπό χωρίς να έχουν εμπορική ιδιότητα με την στενή έννοια του εμπορικού νόμου.

[ 6 ]. Το άρθρο 6 Ν 3869/2010 ουσιαστικώς απαντά κατ’αρχήν «όχι», εκτός αν ζητηθεί αναστολή αναγκαστικής εκτελέσεως με τις προϋποθέσεις του άρθρου 6 (όχι του άρθρου 938 ΚΠολΔ ) και γίνει δεκτή η αίτηση αναστολής από το δικαστήριο.

[ 7 ]. Πρβλ. σχετ. άρθρο 8 (υποχρέωση αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή) Οδηγία 2008/48 /ΕΚ και ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο με την κοινή υπουργική απόφαση του 2008 (?) για την καταναλωτική πίστη.

[ 8 ]. Βλ. σχετικώς Keay/Walton [Andrew Keay/Peter Walton], Insolvency Law - Corporate and Personal, 2nd ed. 2008, pg. 49-87 ιδίως pg. 59-62.

[ 9 ]. Keay/Walton, ibid, pg. 89-140 ιδίως pg. 98-102.

[ 10 ]. Keay/Walton, ibid, pg. 211-318.

[ 11 ]. Keay/Walton, ibid, pg. 327.

[ 12 ]. Keay/Walton, ibid, pg. 327.

[ 13 ]. Βλ. άλλες λεπτομέρειες ως προς τους όρους της απαλλαγής Steven A Frieze, Personal Insolvency, 2004, παρ. 17.

[ 14 ]. Keay/Walton, ibid, pg. 351-354 ανάλυση των σχετικών διατάξεων με αναφορά σε νομολογιακά παραδείγματα για την εφαρμογή τους.

[ 15 ]. Βλ. συνοπτικά Maria Gerhardt, CEPS (=Center European Policy Studies) Working Document No. 318/2009.

[ 16 ]. Σχετ. Stefan Smid, Praxishanduch Insolvenzrecht, 5. Aufl. 2007, παρ. 45-47.

[ 17 ]. Κατ’ ακρίβειαν του λεγομένου Treuhander (= εμπιστευματοδόχου), ο οποίος λειτουργεί ως ενδιάμεσο πρόσωπο εμπιστοσύνης μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών του, χωρίς κατ’ανάγκη να έχει ρόλο διαχειρίσεως και κυρίως ρευστοποιήσεως της περιουσίας του οφειλέτη, αν δεν υπάρχει περιουσία προς ρευστοποίηση.