English
© 2010 Νομική Βιβλιοθήκη

ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ


eydpelop

twitter kathimerini











ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Δημοσιεύσεις

Χ. Διβάνη, Η συμμόρφωση της διοικήσεως στις δικαστικές αποφάσεις κατά την νομολογία

Χριστίνα Διβάνη

Πάρεδρος ΝΣΚ

Περίληψη: Η έννοια της υποχρέωσης συμμόρφωσης, το νομικό καθεστώς και οι υπαγόμενες αποφάσεις. Η ειδική αντιμετώπιση των διαταγών πληρωμής και των αποφάσεων που εκδίδονται κατά τη διαδικασία προσωρινής δικαστικής προστασίας. Η διοίκηση δεν υποχρεούται να συμμορφώνεται με αποφάσεις εκουσίας δικαιοδοσίας. Η κατ’ αρχήν μη υποχρέωση συμμόρφωσης της διοίκησης στις απορριπτικές αποφάσεις.

Α. Έννοια

Η υποχρέωση συμμόρφωσης της διοικήσεως στις δικαστικές αποφάσεις αποτελεί έννοια πέραν της έννοιας του δεδικασμένου της αποφάσεως. Είναι η υποχρέωση εφαρμογής, με πράξη ή παράλειψη της διοικήσεως, όσων απορρέουν από την δικαστική απόφαση (βλ. «Η συμμόρφωση της διοικήσεως με τις δικαστικές αποφάσεις» Κείμενα Αθ. Ράντου, Ν. Παπασπύρου, εκδ. Αντ. Σάκκουλα). Ειδικότερα, είναι η υποχρέωση των οργάνων της διοικήσεως να συμμορφώνονται με θετικές ενέργειες αναλόγως των εκάστοτε περιπτώσεων προς το περιεχόμενο των δικαστικών αποφάσεων και να απέχουν από οποιεσδήποτε ενέργειες αντίθετες προς τα υπό του δικαστηρίου κριθέντα.

Β. Το νομικό καθεστώς

1. Σύμφωνα με το άρθρο 95 παρ. 5 Συντ . (όπως αναθεωρήθηκε το έτος 2001), «η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης».

2. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 50 παρ. 4 του ΠΔ 18/1989 (ΦΕΚ Α΄ 8), οι διοικητικές αρχές πρέπει, σε εκτέλεση της υποχρέωσης που απορρέει από το άρθρο 95 παρ. 5 Συντ ., να συμμορφώνονται ανάλογα με κάθε περίπτωση με θετική ενέργεια προς το περιεχόμενο της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας ή να απέχουν από κάθε ενέργεια που είναι αντίθετη με όσα κρίθηκαν από αυτό. Ο παραβάτης, εκτός από τη δίωξη για παράβαση καθήκοντος κατά το άρθρο 259 του Ποινικού Κώδικα, υπέχει και προσωπική ευθύνη για αποζημίωση.

3. Περαιτέρω, ο εκδοθείς μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2001 Ν 3068/2002 (ΦΕΚ Α΄ 274/14.11.2002) - οι διατάξεις του οποίου, παρά τα οριζόμενα στο άρθρο 6 αυτού, εφαρμόζονται σε περιπτώσεις μη συμμορφώσεως σε δικαστικές αποφάσεις δημοσιευθείσες μετά την έναρξη ισχύος της αναθεωρημένης ως άνω συνταγματικής διατάξεως – ορίζει στο άρθρο 1 ότι: «το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις ...», στο άρθρο 2 ότι «η αρμοδιότητα για τη λήψη των προβλεπομένων στο άρθρο 3 μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις ανατίθεται σε τριμελές συμβούλιο: α) ... β)...», ενώ στο άρθρο 3 προβλέπονται τα μέτρα που λαμβάνει το αρμόδιο τριμελές συμβούλιο σε περίπτωση που, μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου, διαπιστωθεί καθυστέρηση, παράλειψη ή άρνηση συμμόρφωσης ή πλημμελής συμμόρφωση της διοίκησης προς τα κριθέντα με δικαστική απόφαση.

4. Με το ΠΔ 61/2004 (ΦΕΚ Α΄ 54), που εξεδόθη κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 3 παρ. 8 του ως άνω Ν 3068/2002 , ρυθμίσθηκαν τα της διαδικασίας ελέγχου της συμμόρφωσης της διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις.

5. Εξάλλου, το άρθρο 14 παρ. 1 εδ. α΄ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, (που, μαζί με το προαιρετικό Πρωτόκολλό του, κυρώθηκε με τον Ν 2462/1997 , και άρχισε να ισχύει για την Ελλάδα από 5.8.1997, έχει δε υπερνομοθετική ισχύ κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος ) ορίζει ότι: «Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί από ... δικαστήριο ... το οποίο θα αποφασίσει ... και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα». Με τη διάταξη αυτή συμπορεύεται και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, που καθιερώνεται με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 ), καθώς και με το άρθρο 20 παρ. 1 Συντ . («Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ` αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει»).

Με το άρθρο 56 παρ. 2 του Ν 3900/2010 ορίζεται ότι τριμελές συμβούλιο των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων έχει την αρμοδιότητα για τη λήψη των σχετικών μέτρων για τη συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις αποφάσεις των τελευταίων.

Οι διατάξεις αυτές εγγυώνται όχι μόνον την ελεύθερη πρόσβαση σε δικαστήριο, αλλά και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάστηκε από το δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δικαστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητά της (ΑΠ Ολ 21/2001 ).

Γ. Αποφάσεις που υπάγονται - Προϋποθέσεις

Μία δικαστική απόφαση για να υπόκειται στη διαδικασία του νόμου πρέπει κατά τις αναφερόμενες διατάξεις:

1. Να έχει εκδοθεί από συγκροτημένο δικαστήριο των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει.

2. Να είναι οριστική απόφαση, δηλαδή απόφαση που έχει εκδοθεί κατά την τακτική ή κάποια ειδική διαδικασία και επιλύει οριστικά τη διαφορά, ή να έχει καταστεί τελεσίδικη.

3. Να είναι εκτελεστή, να παρέχει δηλαδή κατά το άρθρο 904 παρ.1, 2α του ΚΠολΔ δυνατότητα αναγκαστικής εκτέλεσης ώστε να παράγει αντίστοιχη υποχρέωση συμμόρφωσης (ΑΠ 1, 2 /2009 Τριμ. Συμβ.).

Τέτοια απόφαση δεν είναι εκείνη που αναγνωρίζει μόνον ότι ο ενάγων συνδέεται με τον εναγόμενο με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και υποχρεώνει τον εναγόμενο να αποδέχεται τις υπηρεσίες του στο μέλλον (ΑΠ 2/2009 Τριμ. Συμβ.).

Εξάλλου, κατά την παρ. 6 του άρθρου 3 του ιδίου Νόμου 3068/2002, σε περίπτωση καταψηφιστικής απόφασης με αντικείμενο χρηματική παροχή, η αίτηση συμμορφώσεως υποβάλλεται μόνον όταν η αναγκαστική εκτέλεση που επιχείρησε ο δικαιούχος απέβη άκαρπη ή είναι φανερό ότι θα απέβαινε άκαρπη (ΑΠ 2/2009 Τριμ. Συμβ.).

Έχει όμως κριθεί ότι η οριστική απόφαση Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου, με την οποία ακυρώνεται η αρνητική απάντηση Προϊσταμένου ΔΟΥ να χορηγήσει αποδεικτικό ενημερότητας στον προσφεύγοντα είναι άμεσα εκτελεστή, εφόσον δεν χορηγήθηκε αναστολή εκτελέσεως κατά τα άρθρα 206 επ. ΚΔΔ και ο Προϊστάμενος της ΔΟΥ, συμμορφούμενος με την απόφαση αυτή, οφείλει, συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, να μην αρνηθεί εκ νέου τη χορήγηση του αιτηθέντος αποδεικτικού ενημερότητας με αιτιολογία που στηρίζεται στην ίδια νομική και πραγματική βάση. Ενώ, αντιθέτως, δικαιούται νόμιμα να αρνηθεί εκ νέου τη χορήγηση αποδεικτικού, εδράζοντας την άρνησή του αυτή σε νέα νομική ή πραγματική βάση, σωρευτικά ή διαζευκτικά, η οποία δεν κρίθηκε από την ακυρωτική επί της προσφυγής απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου (Γνωμ ΝΣΚ 318/2009 ).

4. Να έχει εκδοθεί κατά την τακτική ή κάποια ειδική διαδικασία (ΑΠ 1/2009 Τριμ. Συμβ.).

5. Να είναι καταψηφιστική απόφαση (ΑΠ 1/2009 Τριμ. Συμβ.).

Τέτοια απόφαση δεν είναι εκείνη που έχει αναγνωριστικό χαρακτήρα και παρέχει τη βάση για ικανοποίηση άλλων αξιώσεων του αιτούντος, διότι η απόφαση αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει τίτλο εκτελεστό, ειμή μόνο ως προς τη δικαστική δαπάνη.

6. Να μην είναι απορριπτική. Οι απορριπτικές αποφάσεις δεν εμπίπτουν κατ’ αρχήν στις δικαστικές αποφάσεις που, κατά το άρθρο 1 του Ν 3068/2002 , παράγουν υποχρέωση συμμορφώσεως της διοικήσεως (πρβλ. ΣτΕ 9/2004 , 8/2005, 22, 24/2006 Τρ. Συμβουλίου).

7. Ο αιτών πρέπει (κατά την επικρατούσα άποψη) σύμφωνα με την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 3 του Ν 3068/2002 , να ήταν διάδικος στη δίκη της υποθέσεως για την οποία εκδόθηκε η απόφαση αυτή (ΑΠ 1/2009 Τριμ. Συμβ.), αφού, όπως διευκρινίζεται και στην εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού, ως «ενδιαφερόμενος», νοείται μόνον ο διατελέσας διάδικος στη σχετική δίκη και ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Την άποψη αυτή στηρίζουν και τα ακόλουθα επιχειρήματα: α) Η συνταγματική μεταρρύθμιση που προβλέπει αρμοδιότητα δικαστικών οργάνων για τη λήψη διοικητικών μέτρων κατά της δυστροπούσης διοικήσεως εμπνέεται εν πολλοίς από την ιδέα ότι η πλήρης δικαστική προστασία του διαδίκου περιλαμβάνει και το στάδιο εκτελέσεως της δικαστικής αποφάσεως, β) Τα συμφέροντα παρεμβαλλόμενων τρίτων προσώπων δεν είναι πάντοτε βέβαιο ότι συμπλέουν με εκείνα του διαδίκου που επέτυχε την ευνοϊκή δικαστική κρίση και είναι ο αμέσως ενδιαφερόμενος για τη συμμόρφωση της Διοικήσεως και
γ) Αν και είναι αληθές ότι η χρηματική κύρωση δεν έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα για τον νικήσαντα διάδικο, αποτελεί πάντως μια μερική ικανοποίηση για εκείνον που διεξήγαγε ένα δικαστικό αγώνα και είναι τουλάχιστον ανεπιεικές να εισπράττει το αντίτιμο της κύρωσης ένα τρίτο εκτός της δίκης πρόσωπο (βλ. ΣτΕ Τρ. Συμβ. 12/2005 μειοψ.).

Η έννοια όμως του «ενδιαφερόμενου» έχει πλέον νομολογιακά (βλ. ΣτΕ Τρ. Συμβ. 12/2005 μειοψ.) διευρυνθεί, αφού έχει κριθεί ότι κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 3 παρ. 1 και 3 του Ν 3068/2002 , αίτηση περί μη συμμορφώσεως της διοικήσεως προς δικαστική απόφαση μπορεί να υποβάλει όχι μόνο εκείνος που διετέλεσε διάδικος στη δίκη της υποθέσεως για την οποία εκδόθηκε η σχετική απόφαση, αλλά και κάθε ενδιαφερόμενος, δηλαδή κάθε πρόσωπο που έχει εύλογο ενδιαφέρον για τη συμμόρφωση της διοικήσεως προς την απόφαση αυτή (βλ. ΣτΕ Τρ. Συμβ. 12/2005). Για παράδειγμα, άμεσο έννομο συμφέρον έχει και εκείνος που επίσης προσέβαλε την ακυρωθείσα διοικητική πράξη, πλην όμως η σχετική δίκη στην οποία ήταν διάδικος καταργήθηκε διότι έγινε δεκτή άλλη αίτηση ακυρώσεως που στρεφόταν κατά της ίδιας πράξεως.

Η ερμηνευτική αυτή εκδοχή στηρίζεται στο ότι η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων επιβάλλεται από το δημόσιο συμφέρον και δεν μπορεί να επαφίεται μόνο στην επιμέλεια του νικήσαντος διαδίκου. Άλλωστε, η αντίθετη άποψη άγει σε αδιέξοδο στην περίπτωση, κατά την οποία η προς εκτέλεση δικαστική απόφαση αφορά σε ευρύ κύκλο προσώπων ή υπόθεση ευρύτερης σημασίας, ο δε διάδικος είτε έχει εκλείψει, είτε επεδίωξε και επέτυχε προσωπική ικανοποίηση, αδιαφορεί δε ως εκ τούτου για την πλήρη εκτέλεση της αποφάσεως. Σε περίπτωση όμως που υποβληθούν περισσότερες αιτήσεις αναφερόμενες σε μη συμμόρφωση με την ίδια δικαστική απόφαση, διαπιστωθεί δε μη συμμόρφωση της διοικήσεως προς την απόφαση αυτή, το προσδιοριζόμενο από το Συμβούλιο χρηματικό ποσό που πρέπει να καταβληθεί στον ενδιαφερόμενο ως κύρωση για τη μη συμμόρφωση βεβαιώνεται άπαξ υπέρ του ενδιαφερομένου που έχει καταθέσει την πρώτη αίτηση. Τούτο, διότι με την επιβολή της κυρώσεως αυτής δεν επιδιώκεται η αποζημίωση του ενδιαφερομένου, αλλ’ ο εξαναγκασμός της διοικήσεως προς συμμόρφωση σε δικαστική απόφαση (βλ. εισηγ. έκθ.).

Δ. Παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας

Από τις σχετικές διατάξεις είναι φανερό ότι η περίπτωση της τυχόν άρνησης της Διοίκησης να προβεί στις σχετικές ενέργειες, συμμορφούμενη προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ρυθμίζεται ειδικώς από το νόμο κατά τον προαναφερόμενο τρόπο. Συνεπώς, η άρνηση αυτή της Διοίκησης δεν συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, κατά την έννοια του άρθρου 45 παρ. 4 του ΠΔ 18/1989 , και δεν υπόκειται σε προσβολή για ακύρωση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. ΣτΕ ΣτΕ 894/2009 , 3510/2002, 3021/2001, 770/1998, 1531/1992, 1806/1990 κ.ά.).

Ε. Ειδικότερα για τις διαταγές πληρωμής

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του Ν 3301/2004 δεν είναι δικαστικές αποφάσεις και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ΄- ζ΄ της παρ. 2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ , μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι κατά τα άρθρα 623 επ. του ιδίου Κώδικα εκδιδόμενες από τον αρμόδιο δικαστή διαταγές πληρωμής, πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων (ΑΠ 2347/2009 ).

Έχει όμως κριθεί (ΑΠ 2347/2009 ) ότι η άνω νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 20 Ν 3301/2004 , κατά την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σε αυτήν εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και των διεθνών συμφώνων και ως εκ τούτου είναι δυνατή, η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ, και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως συμβαίνει επί διαφοράς από σύμβαση δημόσιου έργου (σχ. ΑΕΔ 18/2005 ).

Περαιτέρω έχει κριθεί (ΑΠ 2347/2009 ) ότι προς επίτευξη του σκοπού της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, επιτρέπεται η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων κατά του Δημοσίου, ΟΤΑ και νομικών ΝΠΔΔ, με τις οποίες επιδικάζονται εις βάρος τους χρηματικές απαιτήσεις. Στους τίτλους αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι κατά τα άρθρα 627 επ. ΚΠολΔ διαταγές πληρωμής, οι οποίες ναι μεν εκδίδονται από δικαστή, χωρίς προηγουμένως να ακουστεί και να αναπτύξει τις απόψεις του ο καθού, μετά από εξέταση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή τους και όχι από συγκροτημένο δικαστήριο, πλην όμως εξομοιώνονται λειτουργικώς με τις δικαστικές αποφάσεις. Τούτο διότι αφενός μεν επιλύουν διαφορές, αφετέρου δε ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 Συντ . δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθού να ασκήσει ανακοπή και να προβάλει τους ισχυρισμούς του τόσο ως προς τη μη συνδρομή των προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής όσο και ως προς την απαίτηση.

ΣΤ. Αποφάσεις εκδοθείσες κατά τη διαδικασία προσωρινής δικαστικής προστασίας

Το Συμβούλιο Επικρατείας, διευρύνοντας διαρκώς το πεδίο εφαρμογής του Ν 3068/2002 (βλ. ΣτΕ 12/2005 , 5/2002 πρακτ. Τριμ. Επιτρ.), έκρινε ότι στις αποφάσεις που δημιουργούν υποχρέωση συμμορφώσεως της διοικήσεως περιλαμβάνονται και εκείνες που εκδίδονται κατά τη διαδικασία προσωρινής δικαστικής προστασίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1 Συντ ., όπως είναι οι αποφάσεις της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου Επικρατείας, ενώ εκκρεμεί η εκδίκαση της αιτήσεως ακυρώσεως.

Οι αποφάσεις της Επιτροπής Αναστολών των Διοικητικών Δικαστηρίων παρέχουν προσωρινή δικαστική προστασία στους διοικουμένους μέχρις εκδόσεως οριστικών αποφάσεων επί των αιτήσεων ακυρώσεως και αποσκοπούν στην διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της έννομης προστασίας που παρέχεται με την άσκηση των αιτήσεων ακυρώσεως κατ’ άρθρο 20 παρ. 1 και 95 Συντ . (Γνωμ ΝΣΚ 599/2001 ). Έχει κριθεί μάλιστα ότι στο πλαίσιο εφαρμογής των ανωτέρω συνταγματικών επιταγών και ρυθμίσεων η διοίκηση έχει υποχρέωση συμμορφώσεως προς το περιεχόμενο ακόμη και των προσωρινών διαταγών αναστολής των διοικητικών πράξεων που εκδίδονται από τη διοικητική δικαιοσύνη της χώρας (βλ. Γνωμ ΝΣΚ 552/2001 , 184/2006 κ.λπ.) ανεξαρτήτως της ειδικότερης παραδοχής του χαρακτήρα της προσωρινής διαταγής ως αμιγώς δικαστικής απόφασης ή ως διοικητικής πράξης μονομελούς ή πολυμελούς δικαστικού οργάνου (βλ. Γνωμ ΝΣΚ 311/2005 ).

Ζ. Αποφάσεις εκδοθείσες κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας

Στην έννοια της ανωτέρω διάταξης -σε αρμονία ερμηνευόμενης προς το άρθρο 94 παρ. 2 Συντ .- εμπίπτουν οι αποφάσεις των δικαστηρίων που ασκούν κατ’ ουσία δικαιοδοτικό έργο όχι δε και εκείνες που εκδίδονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας κατά τα άρθρα 739 επ. ΚΠολΔ (ΣτΕ 4047/2008 ). Δεδομένου δε του ότι η διόρθωση του αναγραφόμενου στα μητρώα αρρένων έτους και ημερομηνίας γέννησης δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του ΚΠολΔ περί εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 επ. και 782 ΚΠολΔ ), αλλά γίνεται με απόφαση του νομάρχη, με τους όρους και κατά τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 22 του ειδικού διοικητικού νόμου 1763/1988, η δικαστική απόφαση που εκδίδεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και βεβαιώνει ορισμένο γεγονός, προκειμένου να συνταχθεί ή διορθωθεί ληξιαρχική πράξη, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 13 του Ν 344/1976 («Περί ληξιαρχικών πράξεων», Α΄ 143), δεν δεσμεύει, κατά το άρθρο 1 του Ν 3068/2002 , την αρμόδια αρχή κατά την άσκηση της απονεμόμενης με τον εν λόγω διοικητικό νόμο αρμοδιότητας διόρθωσης του αναγραφόμενου στα μητρώα αρρένων έτους και ημερομηνίας γέννησης (βλ. ΣτΕ 1051/2005 , 2894/2000), αλλά συνεκτιμάται με άλλα επίσημα αποδεικτικά στοιχεία (βλ. ΣτΕ 1983, 1401/2000, 1051/2005), που υποβάλλει ο ενδιαφερόμενος σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο 22 του νόμου αυτού (ΣτΕ 4047/2008 ).

Η. Οι απορριπτικές αποφάσεις

Οι απορριπτικές αποφάσεις δεν εμπίπτουν κατ΄αρχήν στις δικαστικές αποφάσεις που, κατά το άρθρο 1 του Ν 3068/2002 , παράγουν υποχρέωση συμμορφώσεως της διοικήσεως.

Έτσι έχει κριθεί ότι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, που απορρίπτουν εφέσεις κατ’ αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με τις οποίες ακυρώθηκε διοικητική πράξη, δεν εμπίπτουν στις δικαστικές αποφάσεις που, κατά το άρθρο 1 του Ν 3068/2002 , παράγουν υποχρέωση συμμορφώσεως της διοικήσεως. Και τούτο, διότι υποχρέωση συμμορφώσεως με τις πρωτόδικες αποφάσεις δεν παρήγαγαν το πρώτον οι απορριπτικές αυτές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφόσον, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 61 του ΠΔ 18/1989 (ΦΕΚ A΄ 8), τόσο η προθεσμία για την άσκηση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας εφέσεως κατ` αποφάσεως εκδοθείσης επί αιτήσεως ακυρώσεως όσο και η άσκηση της εφέσεως δεν συνεπάγονται την αναστολή της εκτελέσεως της πρωτόδικης αποφάσεως (βλ. ΣτΕ Τρ. Συμβ. 4/2007, 25, 26/2005, 17, 24/2006).

Το ίδιο ισχύει και για την απορριπτική αιτήσεως αναιρέσεως απόφαση, η οποία ως στερούμενη οιουδήποτε διαπλαστικού χαρακτήρος, (δεδομένου ότι απόφαση δημιουργική υποχρεώσεως της διοικήσεως προς συμμόρφωση και συνιστώσα νόμιμο τίτλο προς επιχείρηση κατ` αυτής αναγκαστικής εκτελέσεως αποτελεί η εφετειακή απόφαση (βλ. πρακτικό 24/2006) ουδέν απολύτως προσθέτει στην υποχρέωση της διοικήσεως προς συμμόρφωση στην εφετειακή απόφαση. Ούτε ασφαλώς δημιουργεί αφεαυτής νέα υποχρέωση προς συμμόρφωση, πλέον εκείνης που προκύπτει από την εφετειακή απόφαση, η οποία έταμε τελεσιδίκως την επίδικη διαφορά. Άλλωστε, με την αίτηση αναιρέσεως δεν επιδιώκεται -και δεν πραγματοποιείται- εκδίκαση σε τρίτο βαθμό προς επίλυση της διαφοράς, αλλ’ αποσκοπείται η διερεύνηση ενδεχομένης υπάρξεως νομικών σφαλμάτων της εφετειακής αποφάσεως.

Έχει όμως νομολογιακά διατυπωθεί και η αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή το Συμβούλιο είναι αρμόδιο να εξετάσει αίτηση συμμορφώσεως της διοικήσεως προς απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας που απορρίπτει έφεση κατά ακυρωτικής απόφασης του Διοικητικού Εφετείου. Η άποψη αυτή στηρίζεται στο ότι με την απορριπτική της εφέσεως απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας επιβεβαιώνεται, αμέσως ή εμμέσως, η νομιμότητα της ακυρωτικής αποφάσεως του διοικητικού εφετείου και ανανεώνεται, με τον τρόπο αυτό, η υποχρέωση εκτελέσεώς της μετά τη λήξη της εκκρεμοδικίας (βλ. ΣτΕ Τρ. Συμβ. 4/2007 μειοψ.).

Περαιτέρω, ανεξαρτήτως του ότι η απορριπτική της αιτήσεως ακυρώσεως απόφαση γεννά δεδικασμένο ως προς τη μη συνδρομή των προϋποθέσεων ακυρώσεως που εξετάστηκαν από το Δικαστήριο και η απορριπτική της αιτήσεως αναστολής απόφαση γεννά δέσμευση ως προς τη μη συνδρομή των λόγων αναστολής που εξετάσθηκαν από την Επιτροπή, (Χ. Χρυσανθάκη Το δεδικασμένο της απορριπτικής της αιτήσεως ακυρώσεως απόφασης. Μία επιβεβαίωση της σχετικότητας του δεδικασμένου Δ1989 σελ. 642, πρβλ. ΣτΕ 1143/1995 ) έχει διατυπωθεί νομολογιακά ότι η υποχρέωση συμμορφώσεως της Διοικήσεως δεν αποκλείεται, κατ’ εξαίρεση, να απορρέει και από επί μέρους αιτιολογίες απορριπτικών δικαστικών αποφάσεων (πρακτικά Τριμελούς Συμβουλίου 44/2006 14, 12/2005, πρακτικό Διοικ. Ολομελείας 5/2002).

Βεβαίως το εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση από επί μέρους αιτιολογίες απορριπτικών δικαστικών αποφάσεων απορρέει υποχρέωση συμμορφώσεως της διοικήσεως θα κριθεί εκ μέρους του αρμοδίου Συμβουλίου Συμμορφώσεως σε αρμονία με την κύρια αποστολή του θεσμού, δηλαδή τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της παρεχόμενης δικαστικής προστασίας λαμβανομένου υπόψη και του ευρυτέρου δημοσίου συμφέροντος.

Δεδομένου ότι ο νόμος δεν προβλέπει τίποτα σχετικό με τους όρους και προϋποθέσεις της υποχρέωσης συμμορφώσεως της διοικήσεως από επιμέρους αιτιολογίες απορριπτικών δικαστικών αποφάσεων το Συμβούλιο Συμμορφώσεως του Συμβουλίου Επικρατείας εφαρμόζοντας δυναμικά τον Ν 3068/2002 επεκτείνει το θεσμό στα απώτερα υποκειμενικά και αντικειμενικά του όρια, προς τον σκοπό αφενός μεν της αποτελεσματικότητας της παρεχόμενης δικαστικής προστασίας αφετέρου δε της νομιμότητας της διοικητικής δράσης ενγένει.