English
© 2010 Νομική Βιβλιοθήκη

ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ


eydpelop

twitter kathimerini











ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Νέα&Ανακοινώσεις

25/12/2009
Β΄ Γνωμοδοτήσεις - Μελέτες

Η έννοια του καταναλωτή σήμερα

Ιδίως στις καταρτιζόμενες με ΓΟΣ πιστωτικές συμβάσεις*

Προς μία νέα θεώρηση της κατ΄ άρθρο 1 § 4 του Ν 2251/1994 έννοιας του καταναλωτή στον τομέα ιδίως των καταρτιζόμενων με ΓΟΣ πιστωτικών συμβάσεων, ως αίτημα και της συντελεσθείσης με τον Ν 3587/2007 και την Οδηγία 2008/48/ΕΚ μεταβολής των σχετικών αξιολογικών παραστάσεων. Αναγκαία η επάνοδος στην εναρμονισμένη με το κοινοτικό ρυθμιστικό πρότυπο «στενή» έννοια του καταναλωτή, ώστε σ΄ αυτήν να εμπίπτει μόνον το φυσικό πρόσωπο που αποκτά τις σχετικές υπηρεσίες για σκοπούς άσχετους προς την τυχόν επιχειρηματική ή επαγγελματική του δραστηριότητα.

Ι. Προκατανόηση του προβλήματος

1. Περί της ανάγκης χαράξεως ορθών ορίων στην κοινωνικώς ευκταία προστασία του καταναλωτή

Το να λέγεται συνήθως ότι «καταναλωτές είμαστε όλοι»[1] και ότι «προστασία του καταναλωτή σημαίνει προστασία της ολότητας»[2] μπορεί ίσως να ηχεί πειστικά ως κοινωνιστικά προσανατολισμένο δικαιοπολιτικό αίτημα των καιρών, η διαγνωστική όμως αξία του συνθήματος αυτού παραμένει πάντοτε ασήμαντη. Διότι η προστασία του καταναλωτή -ιδίως στον κατ’ εξοχήν πρόσφορο για δραστική εκδήλωση αυτής τομέα της μαζικής συναλλαγής, όπου στην τεχνική καταρτίσεως των συμβάσεων κυριαρχεί η χρήση ΓΟΣ - δεν είναι ένα απόλυτο μέγεθος που υπαγορεύει μονιστικά την πραγμάτωσή του ως συμφέροντος ή και γενικής δικαιϊκής αρχής, αλλά βρίσκεται σταθερά σε ανταγωνιστική σχέση με το συμφέρον του προμηθευτή στην επιτέλεση της σκοπηθείσης εκ μέρους του με την χρήση των ΓΟΣ οικονομικής λειτουργίας[3], καθώς και με εκείνο της ασφάλειας των συναλλαγών, το οποίο είναι φυσικό να πλήττεται με την δικαστική αναγνώριση κάποιων όρων ως καταχρηστικών[4].

Κι είναι ακριβώς τα συμφέροντα αυτά που καθιστούν στο σύστημα του ιδιωτικού μας δικαίου αναγκαία την ακριβή, κατά το δυνατόν, οριοθέτηση της κοινωνικά ευκταίας κατ’ αρχήν προστασίας του καταναλωτή, με τη μορφή εν προκειμένω της καταφάσεως της δυνατότητας του δικαστή να προβαίνει σε έλεγχο του περιεχομένου των ΓΟΣ, από τη σκοπιά της συμφωνίας αυτού με το παράγγελμα της αρχής της εξισωτικής συμβατικής δικαιοσύνης[5].

Παράλληλα, η ίδια ανάγκη για ακριβή οριοθέτηση της προστασίας του καταναλωτή, ευρύτερα ως κοινοτικού κεκτημένου, απορρέει από την τάση, η οποία φαίνεται να επικρατεί τα τελευταία χρόνια κατά την έκδοση των Οδηγιών που θεσπίζουν κανόνες με αντικείμενο την προστασία του καταναλωτή, τάση υπέρ της ψηφίσεως Οδηγιών «πλήρους εναρμονίσεως». Στο πλαίσιο της στρατηγικής αυτής -προϊόν της οποίας είναι και η Οδηγία 2008/48/ΕΚ για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως, με την οποία συντελείται, όπως θα δούμε στη συνέχεια, μία δραστική μεταβολή των αξιολογικών παραστάσεων της ελληνικής έννομης τάξεως σχετικά με το ερευνώμενο εδώ ζήτημα- με την εκάστοτε εκδιδόμενη Οδηγία επιδιώκεται, προς τον σκοπό της ολοκληρώσεως της εσωτερικής αγοράς, ένα ισοδύναμο επίπεδο προστασίας των συμφερόντων όλων των καταναλωτών της Κοινότητας με απότοκη συνέπεια να μην επιτρέπεται πλέον στον εθνικό νομοθέτη να διατηρήσει ή να εισαγάγει εθνικές διατάξεις αποκλίνουσες από την περιεχόμενη στην Οδηγία ρύθμιση[6]. Έτσι το ρυθμιστικό πρότυπο που παριστά η Οδηγία καθίσταται αναπόδραστα «jus cogens», που αφαιρεί από τον εθνικό νομοθέτη την όποια διακριτική ευχέρεια διαπλάσεως είχε με το προηγούμενο καθεστώς των Οδηγιών «ελάχιστης εναρμονίσεως»[7].

Από τα δύο τώρα πεδία, όπου ο Έλληνας νομοθέτης θέλησε -με τον ισχύοντα σήμερα Ν 2251/1994- να χαράξει τα όρια της προσήκουσας στον καταναλωτή προστασίας, εκείνο δηλαδή αφ’ ενός που αφορά στον κύκλο των προσώπων, τα οποία εμπίπτουν στη σχετική προστατευτική ρύθμιση (rationae personae) και το άλλο, το αντικειμενικό, όπου τίθενται τα κριτήρια της καταχρηστικότητας ενός ΓΟΣ (rationae materiae)[8], η επιχειρούμενη εδώ προσέγγιση αφορά μόνο στο πρώτο, το υποκειμενικό δηλαδή πεδίο της θεσπιζόμενης προστασίας, πραγματεύεται δηλαδή το ζήτημα ποια είναι η έννοια του καταναλωτή σήμερα σύμφωνα με το άρθρο 1 § 4 στοιχ. α) του Ν 2251/1994, όσον αφορά ειδικότερα στις καταρτιζόμενες με ΓΟΣ πιστωτικές συμβάσεις.

2. Η ανακίνηση του ζητήματος

Και η πραγμάτευση αυτή χωρεί επί τη βάσει αποκλειστικά του ρόλου του καταναλωτή στο ρυθμιστικό πεδίο του δικαστικού ελέγχου των καταχρηστικών ρητρών στις πιστωτικές συμβάσεις, το μεν διότι στο πεδίο αυτό η νομική προστασία του καταναλωτή έχει τη μεγαλύτερη πρακτική σημασία, και μ’ αυτήν την έννοια θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί αντιπροσωπευτική για το όλο σύστημα προστασίας που καθιδρύει ο Ν 2251/1994, το δε διότι το ίδιο αυτό πεδίο εμφανίζεται κατ’ εξοχήν πρόσφορο - ενόψει και της ενδελεχούς δογματικής επεξεργασίας που αυτό περισσότερο από κάθε άλλο έχει ήδη τύχει[9] - για μία λειτουργική εξήγηση των ορίων που πρέπει να χαραχθούν στη ρυθμιστική εμβέλεια της αρχής της προστασίας του καταναλωτή.

Το αν τώρα η έννοια του καταναλωτή θα πρέπει να είναι σταθερά η ίδια σε όλες τις κοινοτικής καταβολής νομοθετικές ρυθμίσεις, ακόμη και τις εκτός του Ν 2251/1994 κείμενες, που συγκροτούν το Δίκαιο της προστασίας του καταναλωτή, είναι ένα ζήτημα που δεν χρειάζεται να ταμεί εδώ[10]. Η γνώμη μας είναι ότι μία ενιαία έννοια του καταναλωτή, ισχύουσα για όλες αυτές τις ρυθμίσεις, θα συνέβαλλε αποφασιστικότερα στην ορθή κατανόηση της ρυθμιστικής λειτουργίας της αρχής της προστασίας του καταναλωτή, θα διευκόλυνε δε αισθητά τη χάραξη σταθερών και διαφανών σ’ αυτήν ορίων, πράγμα που, από πλευράς οικονομικής αναλύσεως, θα έδινε ώθηση στο διασυνοριακό κυρίως εμπόριο και θα μείωνε το κόστος στο οποίο υποβάλλονται οι επιχειρήσεις προκειμένου να συμμορφωθούν προς το κοινοτικό κεκτημένο[11]. Άλλην ωστόσο οδό ακολουθεί εν προκειμένω ο νομοθέτης του Ν 2251/1994[12].

Το ζήτημα αυτό τίθεται τώρα, εκ νέου, για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, διότι μετά την προσθήκη στο άρθρο 1 § 4 περ. α) του Ν 2251/1994 - με το άρθρο 1 § 5 του Ν 3587/2007 - και περιπτώσεως ββ) -σύμφωνα με την οποία καταναλωτής, άξιος να τεθεί υπό την σκέπη του ιδρυόμενου με τον νόμο αυτόν μηχανισμού προστασίας, είναι και κάθε πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον όμως δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του - ανακύπτει επιτακτική η ανάγκη επαναπροσδιορισμού της κατ’ άρθρο 1 § 4 περ. α) έννοιας του πρωτοφειλέτη-καταναλωτή στο πεδίο τουλάχιστον όπου μπορεί κανείς να δρα ως εγγυητής - κι αυτό συνήθως θα είναι εκείνο των πιστωτικών συμβάσεων[13] - ώστε αυτή να εναρμονισθεί με τη νωπή νομοθετική αξιολόγηση που ενσωματώνει η εισαγόμενη τώρα έννοια του εγγυητή-καταναλωτή και να αποφευχθεί έτσι η, διαφορετικά αναπόδραστη, εμφάνιση μιας αφόρητης αξιολογικής αντινομίας[14] μεταξύ των θεσπιζόμενων στην ίδια παράγραφο του άρθρου 1 του Ν 2251/1994 ρυθμίσεων.

Δεύτερον, διότι μετά την έκδοση της Οδηγίας 2008/48 ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2008 για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης, το άρθρο 22 της οποίας -επιγραφόμενο με τον τίτλο «Εναρμόνιση και αναγκαστικός χαρακτήρας της παρούσας Οδηγίας» - ρητά επιτάσσει ότι: «Καθόσον η παρούσα Οδηγία περιέχει εναρμονισμένες διατάξεις, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να διατηρούν ή να εισάγουν στο εθνικό τους δίκαιο διατάξεις που παρεκκλίνουν από αυτές που καθορίζονται στην παρούσα Οδηγία», πράγμα που δεν καταλείπει καμμία αμφιβολία ότι η προσαρμογή του εθνικού μας δικαίου προς τα κελεύσματα της Οδηγίας αυτής - σε αντίθεση με την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές», η οποία επέτρεπε (με το άρθρο 8) στον εθνικό νομοθέτη να θεσπίζει ή διατηρεί αυστηρότερες διατάξεις προκειμένου να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή[15]- είναι υποχρεωτική[16], αναπόφευκτο ανακύπτει το ερώτημα αν μία ερμηνευτική εκδοχή, αναφορικά με την έννοια του καταναλωτή, η οποία, κατ’ απόκλιση από το κοινοτικό πρότυπο, οδηγεί σε ευμενέστερη μεταχείρισή του από τον εθνικό νομοθέτη, μπορεί lege artis να εξακολουθεί να θεωρείται ορθή από τη σκοπιά πλέον και της εναρμονισμένης με το Κοινοτικό Δίκαιο ερμηνείας[17]. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή:

ΙΙ. Οι δυνατές ερμηνευτικές εκδοχές

1. Στενή, ευρεία και ευρύτατη έννοια του καταναλωτή

Η έννοια του καταναλωτή στο ισχύον σήμερα στη Χώρα μας δίκαιο περιέχεται στο άρθρο 1 § 4 στοιχ. α) του Ν 2251/1994. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτήν, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του νόμου αυτού, ως «καταναλωτής» νοείται «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους.».

Η ιδιότητα του τελικού αποδέκτη, αδιαστίκτως μάλιστα διατυπούμενη στον νόμο ως το αποφασιστικό γνώρισμα της έννοιας του καταναλωτή, αφήνει ανοικτά, από πλευράς γλωσσικά δυνατού νοήματος του επίμαχου όρου -που ως γνωστόν καθορίζει τα όρια της εν στενή εννοία (secundum legem) ερμηνείας των νόμων[18]- και τα δύο κατωτέρω εκτιθέμενα ενδεχόμενα. Ώστε η επιλογή μεταξύ αυτών θα πρέπει τελικά να χωρήσει επί τη βάσει τελολογικής και συστηματικής προεχόντως φύσεως σταθμίσεων, μεταξύ των οποίων ιδιαίτερη εν προκειμένω θα προσδοθεί βαρύτητα στο κριτήριο της εναρμονίσεως του ερμηνευτικού αποτελέσματος με το ρυθμιστικό πρότυπο που ακολουθούν οι ανωτέρω κοινοτικές Οδηγίες[19]. Πράγματι, στο ζήτημα των rationae personae ορίων της κοινωνικά ευκταίας νομικής προστασίας του καταναλωτή και ιδιαίτερα εκείνων του δικαστικού ελέγχου του περιεχομένου των ΓΟΣ δύο είναι κατά βάσιν οι δυνάμενες να υποστηριχθούν στο πλαίσιο της διατάξεως του άρθρου 1 § 4 στοιχ. α) του Ν 2251/1994 ερμηνευτικές εκδοχές: Σύμφωνα με μία πρώτη ο καταναλωτής είναι νοητέος στενά, ώστε στην έννοια αυτού να εμπίπτει μόνον εκείνο το πρόσωπο που αποκτά τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για την εξυπηρέτηση των ιδιωτικών του αποκλειστικά αναγκών, ήτοι για σκοπούς που είναι άσχετοι με την τυχόν επαγγελματική του δραστηριότητα[20]. Την στενή αυτήν έννοια του καταναλωτή -σταθερά λαμβανόμενη ως βάση σε όλες σχεδόν τις σχετικές με την προστασία αυτού ρυθμίσεις των κοινοτικών Οδηγιών[21]- υιοθετεί τόσο η Οδηγία 93/13 (άρθρο 2 στοιχ. β΄) όσο και η Οδηγία 2008/48 (άρθρο 3 στοιχ. α΄), ακολουθούσε δε και ο προϊσχύσας Ν 1961/1991 (άρθρο 2 § 1)[22].

Αντίθετα, κατά μία δεύτερη εκδοχή η παρασχετέα στον καταναλωτή νομική προστασία είναι ευρύτερα, από πλευράς κύκλου προσώπων άξιων να τύχουν αυτής, νοητέα, ώστε να καταλαμβάνεται από αυτήν κάθε τελικός αποδέκτης των αγαθών ή υπηρεσιών, ακόμη και αν κατά την κτήση αυτών ενεργεί για σκοπούς που συνέχονται με την επαγγελματική του δραστηριότητα (ευρεία έννοια του καταναλωτή). Τη δεύτερη αυτήν και ευρύτερη νοηματική εκδοχή φαίνεται να ακολουθεί ο ισχύων σήμερα στη χώρα μας Ν 2251/1994, ο οποίος, ορίζοντας την γενική έννοια του καταναλωτή στο άρθρο 1 § 4 στοιχ. α) αυτού, στέκεται αποφασιστικά -και συνάμα αδιαστίκτως[23]- στην ιδιότητα του «τελικού αποδέκτη»[24].

2. Ο αποκλεισμός του εμπόρου ως διαμεσολαβητή

Υποστηρίζεται ενίοτε ότι δυνατή είναι και μία τρίτη -μη καλυπτόμενη καθ’ ολοκληρίαν από το γράμμα της επίμαχης διατάξεως- εκδοχή, σύμφωνα με την οποία εξίσου άξιος προστασίας ως καταναλωτής εν ευρεία εννοία θα μπορούσε να θεωρηθεί και ο ενδιάμεσος έμπορος ή άλλος επαγγελματίας που αποκτά τα αγαθά για να τα προωθήσει περαιτέρω στην αγορά ή να τα ενσωματώσει στις υπηρεσίες που ο ίδιος προσφέρει στους πελάτες του[25]. Σπεύδουμε ωστόσο να αποκλείσουμε την εκδοχή αυτήν από τη συζήτηση γύρω από την γενική έννοια του καταναλωτή κατ’ άρθρο 1 § 4 του Ν 2251/1994, διότι ήδη κατά την κοινή αντίληψη περί της λειτουργίας της γλώσσας ως μέσου αποδόσεως νοημάτων ο έμπορος ή επαγγελματίας αυτός (λ.χ. ο έμπορος ή ο βιομήχανος που συνάπτει με την Τράπεζα σύμβαση δανείου για τις ανάγκες της επιχειρήσεώς του)[26] δεν μπορεί να υπαχθεί στην έννοια του καταναλωτή.

Δεν πρέπει, πράγματι, να λησμονείται ότι στο «γλωσσικό παίγνιο» (Sprachspiel)[27], «που παριστά» η επιχειρούμενη στο πλαίσιο του ερευνώμενου εδώ προβλήματος επικοινωνία, κεντρικής σημασίας είναι η διάκριση μεταξύ «καταναλωτή» - στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων του οποίου, ως πραγματολογικό στοιχείο, αποσκοπεί το σχετικό με τον έλεγχο των καταχρηστικών ρητρών κοινοτικό πρόγραμμα[28]- και «επιχειρηματία» που πωλεί στον καταναλωτή αγαθά ή παρέχει σ’ αυτόν υπηρεσίες[29]. Κι αυτή η θεμελιώδης διάκριση -ανεξάρτητα από την όποια δυνατότητα εναλλαγής κάποτε των ρόλων στην πράξη[30]- εμποδίζει, φρονούμε, τη θεώρηση της μεγάλης επιχειρήσεως ως καταναλωτή. Αν ο νομοθέτης ήθελε να αποκλίνει από την ερειδόμενη στη γλωσσική αυτή διάκριση συνήθη νοηματική παράσταση, θα έπρεπε να πράξει τούτο όχι με τη χρήση της αμφίσημης έννοιας του τελικού αποδέκτη αλλά με λόγια καθαρά. Ώστε τουλάχιστον στο πλαίσιο της secundum legem ερμηνείας του επίμαχου όρου, η οποία οριοθετείται, όπως είναι γνωστό, από το λεκτικά δυνατό νόημα του ερμηνευόμενου όρου, τα πρόσωπα αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι εμπίπτουν στην έννοια του καταναλωτή[31].

Επέκταση εξ άλλου της προβλεπόμενης για τον καταναλωτή προστασίας και στα πρόσωπα αυτά δια της οδού της αναλογίας θα πρέπει να θεωρείται μάλλον αδύνατη. Και τούτο όχι μόνο διότι μεταξύ των δύο περιπτώσεων δεν φαίνεται να υπάρχει η απαραίτητη για τη μορφή αυτήν ευρέσεως του ορθού δικαίου «βάση αναλογίας»[32] -με εξαίρεση ίσως τον στερούμενο οργανωτικής υποδομής, ικανής να του παράσχει τη δυνατότητα κάποιας αντιδράσεως στη διαπραγματευτική υπεροπλία του προμηθευτή, μικρέμπορο[33]- αλλά και διότι ο Ν 2251/1994, ρητά προσανατολισμένος προς την προστασία αποκλειστικά του καταναλωτή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αναφορικά με την προστασία του εμπόρου καταλείπει κενό, νοούμενο ως μη συμβατή με την εγγενή τελολογία του νόμου ατέλεια[34]. Και τούτο ανεξάρτητα, όπως θα δούμε εγγύτερα κατωτέρω, από τον αναγκαστικό χαρακτήρα που αναπόδραστα έχει πλέον προσλάβει η διάταξη του άρθρου 1 § 4 στοιχ. α΄ του Ν 2251/1994 υπό την επίδραση της -πλήρους εναρμονίσεως ως προς την στενή έννοια του καταναλωτή- Οδηγίας 2008/48/ΕΚ για τις πιστωτικές συμβάσεις, στο μέτρο βέβαια που θα δειχθεί ότι το ρυθμιστικό πεδίο αυτής συναντάται μ’ εκείνο της εθνικής διατάξεως (κυρίως δηλαδή εκείνο των ΓΟΣ)[35].

Απομένει συνεπώς για την ικανοποίηση της όποιας ανάγκης προστασίας και του επαγγελματία πελάτη από τον κίνδυνο υποβολής του σε καταχρηστικούς ΓΟΣ -πέραν της τιθέμενης με τα άρθρα 332 § 2 και 334 § 2 ΑΚ απαγορεύσεως[36]- η καταφυγή στην τρίτη βαθμίδα θεμιτής ευρέσεως του δικαίου, που είναι η υπερβατική (extra legem) δικαστική περαιτέρω διάπλαση του δικαίου, δικαιολογούμενη εν προκειμένω από τη σκοπιά της ερειδόμενης στο άρθρο 281 ΑΚ γενικής θεωρίας περί καταχρήσεως της συμβατικής ελευθερίας. Αλλά στο μέτρο που δεν είναι κανείς διατεθειμένος να δεχθεί αναφορικά και με τον επαγγελματία αυτόν την ύπαρξη σε κοινωνικοτυπικό επίπεδο ενός τεκμηρίου διαπραγματευτικής μειονεξίας ικανής να επιφέρει διάβρωση της συμβατικής του ελευθερίας -οπότε πράγματι θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για νέο, σε σχέση με το άρθρο 281 ΑΚ, θεσμό- αλλά παραπέμπει για τη διάγνωση της ανάγκης προστασίας του στις ειδικές συνθήκες της κρινόμενης ατομικής περιπτώσεως[37], η καταφυγή στην τρίτη αυτή βαθμίδα ευρέσεως του δικαίου τότε μόνο θα είχε ιδιαίτερο νόημα, αν εξακολουθούσε κανείς να πιστεύει ότι η υποβολή και της ασκήσεως της συμβατικής ελευθερίας στον κοινωνικό έλεγχο που θεσπίζεται με το άρθρο 281 ΑΚ δεν ανήκε στον αρχικό σχεδιασμό του ΑΚ, αλλά παριστά προϊόν της δικαστικής διαπλάσεως του δικαίου[38].

ΙΙΙ. Ευρεία η γενική έννοια του καταναλωτή πριν από την συντελεσθείσα με τον Ν 3587/2007 και την Οδηγία 2008/48 μεταβολή των αξιολογικών παραστάσεων

Όσο η περιέχουσα τον ορισμό του καταναλωτή γενική διάταξη του άρθρου 1 § 4 στοιχ. α) του Ν 2251/1994 ίστατο μόνη, χωρίς δηλαδή να έχει τεθεί σε συστηματικό σύνδεσμο με την διάταξη που ορίζει σήμερα την έννοια του εγγυητή ως καταναλωτή και επί πλέον δεν είχε ακόμη εκδοθεί η ακολουθούσα την στενή έννοια του καταναλωτή Οδηγία 2008/48/ΕΚ για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως, γράμμα, ιστορία γενέσεως και σύστημα του Ν 2251/1994, αλλά, περαιτέρω, και θεώρηση της ανωτέρω διατάξεως υπό το φως της σχετικής με τις καταχρηστικές ρήτρες Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, επέτρεπαν ευχερώς την υποστήριξη της απόψεως που ήθελε τη γενική έννοια του καταναλωτή ευρεία, ώστε να περιλαμβάνεται σ’ αυτήν και ο αποκτών τα προσφερόμενα στην αγορά αγαθά ή υπηρεσίες για σκοπούς σχετιζόμενους με την επαγγελματική του δραστηριότητα, αρκεί να ήταν ο τελικός αυτών αποδέκτης -πράγμα, ωστόσο, που επί παροχής υπηρεσιών συντρέχει σχεδόν πάντοτε-. Η έποψη αυτή -με μικρές εκάστοτε παραλλαγές προς τον σκοπό της αποφυγής εξωπραγματικών ακροτήτων, διά της συσταλτικής ερμηνευτικής μεθόδου- επεκράτησε σε μας, καθώς λέχθηκε ήδη, σχεδόν καθολικά[39].

1. Υπέρ της ευρείας έννοιας τα διάφορα ερμηνευτικά κριτήρια

Υπέρ αυτής είχε κατ’ αρχάς το αδιάστικτο ασφαλώς γράμμα της επίμαχης διατάξεως. Πράγματι, ο όρος «τελικός αποδέκτης», χωρίς καμμία ειδικότερη αναφορά στον σκοπό της χρήσεως του αποκτώμενου αγαθού, αφήνει ανοικτή την ερμηνευτική εκδοχή ότι τελικός αποδέκτης μπορεί να θεωρηθεί και εκείνος που αποκτά το αγαθό ή την υπηρεσία στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας, αρκεί να μη το προορίζει για περαιτέρω διάθεση. Επειδή όμως με το γνώρισμα «τελικός αποδέκτης» προσδιορίζεται στον νόμο η έννοια του «καταναλωτή», με βάση το νόημα που έχει στην κοινή χρήση της γλώσσας η λέξη αυτή, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι βρίσκεται ασφαλώς έξω από την περιφέρεια της έννοιας αυτής όχι μόνον ο «ενδιάμεσος αποδέκτης» του προσφερόμενου στην αγορά αγαθού, ήτοι ο έμπορος που δρα εν προκειμένω ως διαμεσολαβητής στην αλυσίδα κυκλοφορίας του προϊόντος[40], αλλά και ο έμπορος που διαθέτει σοβαρά οργανωμένη επιχείρηση (με τη μορφή ιδίως της Α.Ε. ή της Ε.Π.Ε.), αποκτά δε την προσφερόμενη στην αγορά υπηρεσία με σκοπό να την εντάξει στη λειτουργία της επιχειρήσεώς του και να την αξιοποιήσει έτσι περαιτέρω στη διοχέτευση της προϊόντων του προς τρίτους[41].

Με βάση συνεπώς τη γραμματική ερμηνεία του όρου αυτού καταναλωτής είναι και ο δικηγόρος που αγοράζει τα αναγκαία για τον εξοπλισμό του γραφείου του έπιπλα και μηχανήματα ή ο μικρός επιτηδευματίας που αγοράζει ταμειακή μηχανή για τις ανάγκες του καταστήματός του, όχι όμως και η Τράπεζα κατά την απόκτηση του αναγκαίου για την οργάνωση των υπηρεσιών της προγράμματος λογισμικού, ειδικότερα δε όσον αφορά τις πιστωτικές συμβάσεις, ούτε και η ανώνυμη εταιρία ως προς τη λήψη δανείου από πιστωτικό ίδρυμα για τις ανάγκες της επιχειρήσεώς της[42]. Θα ήταν πράγματι γλωσσικά παράδοξο να μιλάει κανείς για προστασία του καταναλωτή στην περίπτωση λ.χ. που αντισυμβαλλόμενος της Τράπεζας είναι η ΔΕΗ ή η Κόκα-Κόλα· και τελολογικά έκδηλος παραλογισμός να θέλει κανείς να εντάξει την ΜΟΤΟΡ-ΟΪΛ στο προστατευτικό πεδίο ενός νόμου, η εγγενής τελολογία του οποίου είναι σαφώς προσανατολισμένη στην προστασία των καταναλωτών ως ευάλωτης κοινωνικής ομάδας[43].

Υπέρ της ορθότητας της απόψεως που ήθελε την γενική έννοια του καταναλωτή ευρεία συνηγορούσε εξ άλλου το γεγονός ότι η διεύρυνση της έννοιας του καταναλωτή με τη ρύθμιση που έθετε ο Ν 2251/1994, σε σχέση με την υιοθετούμενη στον προγενέστερο Ν 1961/1991 έννοια αυτού, αποτελούσε συνειδητή αξιολογική απόφανση του ιστορικού νομοθέτη. Από την εισηγητική, πράγματι, έκθεση του νόμου αυτού, αναφορικά με το άρθρο 1, προκύπτει ανάγλυφα η ρυθμιστική πρόθεση του νομοθέτη για απάλειψη του περιορισμού που έθετε το άρθρο 1 του καταργούμενου τώρα Ν 1961/1991 σχετικά με τον προορισμό της κτήσεως του αγαθού για προσωπική αποκλειστικά χρήση[44].

Η νομοθετική αυτή επιλογή υπέρ της αναγωγής της ιδιότητας του τελικού αποδέκτη σε αποκλειστικό κριτήριο προσδιορισμού της γενικής έννοιας του καταναλωτή, χωρίς καμμία περαιτέρω διαφοροποίηση σχετιζόμενη με τον σκοπό της χρήσεως του αποκτώμενου αγαθού, συνιστούσε ασφαλώς απόκλιση από το ρυθμιστικό πρότυπο που προσέφερε ως βάση για την προσπάθεια εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών στον τομέα του ελέγχου των καταχρηστικών ρητρών η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ (άρθρο 2 στοιχ. β΄), κι αυτό βέβαια -στο μέτρο που αντιστρατεύεται την εγγενή στην κοινοτική έννομη τάξη ενοποιητική τελολογία και τις γενικότερες επιδιώξεις αυτής αναφορικά με την ελεύθερη διακίνηση αγαθών και υπηρεσιών- για μία κοινοτικής καταβολής ρύθμιση, όπως ο Ν 2251/1994, θα μπορούσε κατ’ αρχήν να αποτελέσει ένα ερμηνευτικά κρίσιμο στοιχείο, δυνάμενο ενδεχομένως να αξιοποιηθεί στο πλαίσιο μιας εναρμονισμένης με το Κοινοτικό Δίκαιο ερμηνείας[45]. Πλην όμως στην επιλογή του αυτήν ο Έλληνας νομοθέτης ήταν από πλευράς Κοινοτικού Δικαίου αδέσμευτος, αφού στους στόχους της Οδηγίας αυτής δεν συμπεριλαμβανόταν και η καθολική άρση των διαφορών που εμφάνιζαν μέχρι τότε οι νομοθεσίες των κρατών μελών σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες[46], με συνέπεια να προσνέμεται ρητά στα κράτη μέλη, βάσει του άρθρου 8 της Οδηγίας αυτής, η δυνατότητα να παρέχουν στον καταναλωτή υψηλότερο επίπεδο προστασίας, θεσπίζοντας αυστηρότερες υπέρ αυτού διατάξεις[47].

Από συστηματικής τώρα πλευράς η διεύρυνση της έννοιας του καταναλωτή κατά τα ανωτέρω αφορά μόνο τη γενική έννοια του καταναλωτή, η οποία βέβαια στον τομέα ειδικότερα του δικαστικού ελέγχου των καταχρηστικών ρητρών (άρθρο 2 του Ν 2251/1994) -όπου κατ’ εξοχήν δοκιμάζεται η ορθότητά της- ισχύει δογματικά προικισμένη μ’ ένα αμάχητο τεκμήριο διαπραγματευτικής μειονεξίας[48].

Η έννοια όμως αυτή -ανοικτή στο ενδεχόμενο διαφοροποιήσεως, ανάλογα με τις ανάγκες των περιεχόμενων στον ίδιο νόμο ειδικών ρυθμίσεων, ήδη επί τη βάσει του ακολουθούμενου με τον νόμο αυτόν και στην αρχική του μορφή ρυθμιστικού συστήματος[49]- τελεί τώρα ρητά, κατ’ άρθρο 1 § 4 στοιχ. α) του Ν 2251/1994, υπό την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του νόμου αυτού. Τούτο σημαίνει ότι στο σύστημα που καθιδρύει το ειδικό αυτό νομοθέτημα η έννοια του καταναλωτή δεν διασκευάζεται ενιαία για όλους τους ρυθμιζόμενους σ’ αυτό τομείς καταναλωτικής δράσεως, αλλά μπορεί και να παραλλάσσει, προς την κατεύθυνση πάντοτε ενός περιορισμού των υπαγόμενων σ’ αυτήν προσώπων, ώστε να επιτυγχάνεται κάποτε -μαζί με την αποκατάσταση της επαφής με την πραγματικότητα της συναλλακτικής ζωής[50]- και η εναρμόνιση με το κοινοτικό ρυθμιστικό πρότυπο. Από αυτήν τη σκοπιά μία ερμηνευτική εκδοχή, σύμφωνα με την οποία -όσον αφορά πάντως, ειδικότερα, την έννοια του καταναλωτή στον τομέα των καταρτιζόμενων με ΓΟΣ συμβάσεων καταναλωτικής πίστεως- θα πρέπει αυτή να λαμβάνεται κατά το ρυθμιστικό πρότυπο που ακολουθεί πλέον και ο ίδιος ο εθνικός νομοθέτης -μεταμεληθείς ενδεχομένως[51]- σε σχέση με τον εγγυητή (άρθρο 1 § 4 στοιχ. α΄ περ. ββ), συγχρόνως δ’ επιβάλλει πλέον και η Οδηγία 2008/48/ΕΚ, δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι παριστά μία μη συμβατή με το σύστημα του νόμου αυτού λύση[52].

2. Τελολογικής φύσεως ενδοιασμοί

Η ανωτέρω επιλογή του ιστορικού νομοθέτη του Ν 2251/1994 θα μπορούσε ίσως να επικριθεί από τελολογικής σκοπιάς, στο μέτρο που ως μοναδικό αξιολογικό κριτήριο προσδιορισμού της έννοιας του καταναλωτή στο άρθρο 1 § 4 στοιχ. α) αυτού λαμβάνεται η ιδιότητα του τελικού αποδέκτη. Από κοινωνικοτυπικής σκοπιάς η ιδιότητα αυτή μαρτυρεί ότι στη σκέψη του Έλληνα νομοθέτη βάρυνε εδώ κυρίως το γεγονός ότι ο αποκτών αγαθά ή υπηρεσίες για δική του χρήση, ακόμη και αν αυτή εξυπηρετεί το επάγγελμά του, συνήθως δρα ερασιτεχνικά, χωρίς την απαραίτητη για την ορθολογική λειτουργία της ιδιωτικής του αυτονομίας γνώση και εμπειρία (Geschäftskompetenz), την οποία κατά κανόνα αποκτά κανείς δια της συχνής επαναλήψεως της συναλλαγής[53].

Το κριτήριο αυτό -ανεξάρτητα από το αν απηχεί τη σύγχρονη λειτουργική αντίληψη για την έννοια του καταναλωτή στην εξέλιξη των ευρωπαϊκών πραγμάτων[54]- είναι προφανές ότι απέχει πολύ από το να μπορεί μόνο του να αποδώσει πλήρως τη λειτουργία των ΓΟΣ ως παράγοντος διαταράξεως της ελευθερίας δικαιοπρακτικής αποφάσεως του υποβαλλόμενου στους ΓΟΣ του προμηθευτή συμβαλλομένου[55]. Αποτελεί σήμερα στέρεη διάγνωση της δογματικής του ιδιωτικού δικαίου ότι δεν είναι η ιδιότητα του καταναλωτή ως προσωπικό status ή ο ρόλος αυτού στην αγορά ως «τελικού αποδέκτη» ο λόγος που τον καθιστά διαπραγματευτικά ασθενέστερο έναντι του επαγγελματία προμηθευτή, εντεύθεν δε μη ικανό να σχηματίσει ορθολογικά τη δικαιοπρακτική του απόφαση, αλλ’ η χρήση των ΓΟΣ ως παράγων δημιουργίας μιας συμβατικής καταστάσεως χαρακτηριζόμενης προεχόντως από την διανοητική-οργανωτική μειονεξία του υποβαλλόμενου σ’ αυτούς συμβαλλομένου[56]. Η αιτία δηλαδή που προκαλεί εδώ τη συμβατική ανισότητα έγκειται όχι σε κάποιαν ιδιότητα σχετική με το πρόσωπο του καταναλωτή, αλλά κυρίως στη νομικοτεχνική φύση και την οικονομική λειτουργία των ΓΟΣ που καθιστούν κατ’ αρχήν για κάθε πελάτη κοινωνικοτυπικά αδύνατο να συλλάβει και να εκτιμήσει το νόημα και τη βαρύτητα της εισαγόμενης μ’ αυτούς δικαιοπρακτικής ρυθμίσεως. Μ’ αυτήν δε την έννοια λέγεται συνήθως ότι η διαπραγματευτική ανισότητα που επιφέρει η χρήση των ΓΟΣ είναι δομικής φύσεως[57].

Ενόψει τώρα της φύσεως αυτής του προβλήματος το κρίσιμο κριτήριο για μιαν έλλογη οριοθέτηση της παρασχετέας στον υποβαλλόμενο στους ΓΟΣ του προμηθευτή συμβαλλόμενο ατομικής προστασίας -από τη στιγμή που αποφασίζει κανείς να μην προσδώσει σ’ αυτήν καθολικό χαρακτήρα, όπως, σε θεωρητικό αμιγώς επίπεδο, θα ανταποκρινόταν ίσως πληρέστερα στη φύση των ΓΟΣ[58], αλλά να κάμει την τομή μεταξύ καταναλωτή και επιχειρηματία[59], διότι βέβαια ο νομοθέτης, που δεν έχει ως ρόλο θεσμικό να πραγματώνει δόγματα, αλλά θα πρέπει να εναρμονίσει αντιτιθέμενα συμφέροντα, υπείκων μάλιστα συχνά στα ετερόνομα κελεύσματα της Κοινότητας, παρίσταται απόλυτα δικαιολογημένος στην επιλογή του αυτήν- θα έπρεπε να είναι όχι η πρόθεση ή μη περαιτέρω διαθέσεως του αποκτώμενου αγαθού αλλ’ η ύπαρξη ή μη μιας στοιχειώδους οικονομικής και νομικής οργανώσεως που θα του παρείχε ίσως τη δυνατότητα κάποιας σταθμίσεως των υπέρ και κατά της σκοπούμενης συμβατικής ρυθμίσεως, συνάμα δε και κάποιας αντιδράσεως στη «σύζευξη» που δημιουργεί η εκ μέρους του προμηθευτή προσφορά των συμβατικών του όρων στη βάση του take it or leave it[60].

Η ανωτέρω όμως δυνατότητα αντιδράσεως, με τη συνδρομή της οποίας θα διασώζεται ίσως ένα minimum ορθολογικής λειτουργίας της ιδιωτικής αυτονομίας του πελάτη του προμηθευτή -απαντώσα σε κοινωνικοτυπικό επίπεδο στη μεγάλη κατ’ εξοχήν επιχείρηση[61]- μπορεί να ελλείπει όχι μόνο από τον αποκτώντα αγαθά ή υπηρεσίες για δική του προσωπική χρήση, αλλά και από τον επαγγελματία που δεν είναι μεν έμπορος, προβαίνει όμως στη σύναψη της συμβάσεως με σκοπό την απόκτηση του προσφερόμενου στην αγορά αγαθού ή υπηρεσίας για την ικανοποίηση επαγγελματικής του ανάγκης (π.χ. δικηγόρος που αγοράζει έπιπλα για τον εξοπλισμό του γραφείου του) ή ακόμη και από τον μικρέμπορο[62]. Κι αντίθετα -και αυτό είναι κυρίως που ενδιαφέρει ενταύθα- τη δυνατότητα αυτήν μπορεί κάλλιστα να διαθέτει και ένας «καταναλωτής» -με την αποδιδόμενη στον νόμο ευρύτατη έννοια του όρου- που αποκτά το αγαθό ή την υπηρεσία ως τελικός μεν αποδέκτης, πλην όμως για σκοπούς σχετιζόμενους με την επαγγελματική του δραστηριότητα. Η ανώνυμη εταιρία που συνάπτει δανειακή σύμβαση με τράπεζα -ανεξαρτήτως του αν προορίζει το δάνεισμα για κεφάλαιο κινήσεως ή πάγιες εγκαταστάσεις ή και άλλον επιχειρηματικό σκοπό- αποτελεί ένα τυπικό παράδειγμα της περιπτώσεως αυτής.

3. Προς μία νέα, αντικειμενική κατανόηση της έννοιας του καταναλωτή λόγω μεταβολής των αξιολογικών παραστάσεων

Στη δεύτερη κατά τα άνω περίπτωση προφανές είναι ότι η μονιστικά προς τον ρόλο του καταναλωτή ως μετέχοντος στην αγορά με την ιδιότητα του «τελικού αποδέκτη» προσώπου προσανατολισμένη τυποποίηση, την οποία θέλησε να ακολουθήσει ο ιστορικός νομοθέτης του Ν 2251/1994 (στο άρθρο 1 § 4 στοιχ. α), αποδεικνύεται από τελολογικής πλευράς προδήλως εσφαλμένη[63]. Αρκεί λ.χ. να αναλογισθεί κανείς ότι, αν πράγματι το κριτήριο προστασίας του τελικού αποδέκτη, από ουσιαστικής - λειτουργικής σκοπιάς, είναι η κοινωνικοτυπικά νοητέα εδώ έλλειψη[64] εμπειρίας και επαρκούς πληροφορήσεως, συνεπές προς τη σύλληψη αυτή θα ήταν να αρνηθεί πάντως κανείς την ύπαρξη ανάγκης προστασίας τουλάχιστον στις περιπτώσεις όπου ο επαγγελματίας συνάπτει για τρίτη, πέμπτη ή και δέκατη φορά τραπεζικό δάνειο, πράγμα συνηθέστατο στην πράξη, ή γενικότερα επαναλαμβάνει την αγορά του ίδιου αγαθού (π.χ. ηλεκτρονικών υπολογιστών) που πρόκειται να εντάξει στη λειτουργία της επιχειρήσεώς του. Διότι τότε δεν θα μπορεί να ισχυρισθεί κανείς ότι ο επιχειρηματίας αυτός ενήργησε και πάλι ερασιτεχνικά. Παντελώς αδικαιολόγητη εξ άλλου, από τη σκοπιά της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως αξιολογικά ουσιωδώς όμοιων περιπτώσεων, παρίσταται η διαφοροποίηση στη νομοθετική μεταχείριση του επιχειρηματία αποδέκτη υπηρεσιών, που είναι, υποτίθεται, πάντοτε τελικός, σε σχέση με τον επιχειρηματία αποδέκτη αγαθών, για τον οποίο βέβαια δεν ισχύει το ίδιο.

Και ναι μεν ο νομοθέτης αυτός ήταν κατ’ αρχήν ελεύθερος να χαράξει τα όρια της προσηκούσης στον καταναλωτή ατομικής προστασίας με βάση όποιο τυπολογικό γνώρισμα θα έκρινε ο ίδιος πρόσφορο, νωπές δε συνειδητές αξιολογικές αποφάνσεις τού ιστορικού νομοθέτη δύσκολα τίθενται εκποδών δια της ερμηνευτικής οδού[65], πλην όμως ευρέως είχε ήδη υποστηριχθεί στην ημεδαπή θεωρία υπό το κράτος της αρχικής μορφής του άρθρου 1 § 4 στοιχ. α) του Ν 2251/1994 η άποψη ότι εδώ επρόκειτο για μιαν αφόρητη αξιολογική αντινομία, η άρση της οποίας μεθοδολογικά θα μπορούσε να επιτευχθεί, όπως είδαμε, είτε δια της οδού της επικλήσεως εκ μέρους του προμηθευτή του άρθρου 281 ΑΚ είτε, ορθότερα, μέσω μιας τελολογικής συστολής του πεδίου εφαρμογής της επίμαχης διατάξεως, ώστε στην διαγορευόμενη εκεί έννοια του καταναλωτή να μην εμπίπτουν και πρόσωπα (κατά βάσιν εμπορικές επιχειρήσεις) που διαθέτουν σοβαρή οικονομική και νομική οργάνωση[66].

Η δυνατότητα όμως αποκλίσεως του ερμηνευτή από την ιστορική αξιολόγηση και συναφώς η ανάγκη μιας νέας, αντικειμενικής και περισσότερο επίκαιρης κατανοήσεως της ratio legis καταφάσκονται στη μεθοδολογία του Ιδιωτικού Δικαίου γενικά επί μεταβολής των αξιολογικών παραστάσεων της έννομης τάξεως, ειδικότερα δε όταν βάσει μεταγενέστερου νόμου ρυθμίζεται με διαφορετικό τώρα τρόπο το ίδιο ζήτημα, με συνέπεια τον κίνδυνο εμφανίσεως μιας αφόρητης αξιολογικής αντινομίας. Προς αποφυγή ακριβώς μιας τέτοιας αντινομίας και διασφάλιση της αξιολογικής αρμονίας του συστήματος επιβάλλεται τότε να ερμηνευθεί ο παλαιός νόμος υπό το φως της νέας αξιολογήσεως που φέρνει μαζί του το νεότερο νομοθέτημα[67].

Μια τέτοια ακριβώς νέα αξιολόγηση αναφορικά με την έννοια του καταναλωτή ενσωματώνουν τώρα αφ’ ενός μεν η προσθήκη στο άρθρο 1 § 4 στοιχ. α) του Ν 2251/1994 -με το άρθρο 1 § 5 του Ν 3587/2007- αφορώσα στην έννοια του εγγυητή-καταναλωτή, αφ’ ετέρου δε η εισαγόμενη με την πλήρους εναρμονίσεως Οδηγία 2008/48/ΕΚ ρύθμιση σχετικά με τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως, για τους σκοπούς της οποίας ο «καταναλωτής» λαμβάνεται με τη στενή του όρου έννοια, ώστε να μην εμπίπτει σ’ αυτήν όποιος κατά την κατάρτιση της σχετικής δικαιοπραξίας επιδιώκει σκοπούς αναγόμενους στην εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητά του. Απομένει να δειχθεί ότι στο φως της νέας αυτής αξιολογήσεως μπορεί να επιχειρηθεί μία νέα ερμηνευτική προσέγγιση της έννοιας του καταναλωτή στο άρθρο 1 § 4 στοιχ. α) του Ν 2251/1994, ώστε αυτή να εναρμονισθεί, αν όχι γενικά και κατ’ αντανάκλαση από το αξιολογικό περιεχόμενο της νεότερης ειδικής ρυθμίσεως -δεδομένου ότι είναι εμφανής πλέον μία μεταστροφή του εθνικού νομοθέτη προς την κατεύθυνση αυτήν[68]- πάντως για τον δρώντα στο νευραλγικό πεδίο, ειδικότερα, των πιστωτικών συμβάσεων, με το ρυθμιστικό πρότυπο του εγγυητή, που όχι ασφαλώς τυχαία ταυτίζεται με το κοινοτικό.

IV. Η έννοια του καταναλωτή υπό το φως του νόμιμου ορισμού του εγγυητή στο άρθρο 1 § 4 του Ν 2251/1994

Μετά την προσθήκη, με το άρθρο 1 § 5 του Ν 3587/2007, της περ. ββ στο άρθρο 1 § 4α του Ν 2251/1994, σύμφωνα με την οποία καταναλωτής είναι και «Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του», η γενική έννοια του καταναλωτή στο άρθρο 1 § 4α του Ν 2251/1994 δεν φαίνεται να μπορεί πλέον να παραμένει η ίδια, όπως την είχε συλλάβει αρχικά ο νομοθέτης της ειδικής αυτής ρυθμίσεως. Έχει πλέον, και αυτή, μεταβληθεί ή τουλάχιστον -όσον αφορά στις συμβάσεις που καλύπτονται με την προσωπική ασφάλεια εγγυητή- το πεδίο εφαρμογής αυτής έχει συρρικνωθεί, προς την κατεύθυνση ώστε στο πεδίο αυτό καταναλωτής να θεωρείται τώρα -κατ’ εναρμόνιση και προς το κοινοτικό πρότυπο του καταναλωτή (άρθρο 2 στοιχ. β΄ της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες και άρθρο 3 της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ σχετικά με τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως)- μόνον εκείνος ο τελικός αποδέκτης των προσφερόμενων στην αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών που δεν ενεργεί κατά την απόκτηση αυτών στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του[69].

Η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση, που μεθοδολογικά οδηγεί στην τελολογική συστολή του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής του άρθρου 1 § 4α του Ν 2251/1994 -στο μέτρο που εξαιρείται από την προστασία της ειδικής αυτής νομοθετικής ρυθμίσεως ο αποκτών αγαθά ή υπηρεσίες όταν ενεργεί για σκοπούς σχετιζόμενους με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες- παρίσταται δικαιολογημένη από την σκοπιά της ανάγκης να αποφευχθεί μία αφόρητη αξιολογική αυτονομία που αναπόδραστα θα ανέκυπτε, αν γινόταν δεκτή η μάλλον κρατούσα μέχρι τώρα άποψη ότι ως καταναλωτής κατά την έννοια του άρθρου 1 § 4α του Ν 2251/1994 θα πρέπει να θεωρείται και ο αποκτών αγαθά ή υπηρεσίες για σκοπούς επαγγελματικούς.

Ενέχει, πράγματι, αξιολογική αντινομία η άποψη αυτή, διότι οδηγεί σε μία ουσιαστικά αθεμελίωτη διαφοροποίηση της προστασίας πρωτοφειλέτη και εγγυητή, και μάλιστα ευμενέστερη για τον πρωτοφειλέτη, ενώ βέβαιο είναι ότι ο εγγυητής -που συνήθως δρα με αλτρουϊστικό κίνητρο[70]- αξίζει τουλάχιστον την ίδια νομική προστασία με τον πρωτοφειλέτη, πράγμα που υπαγορεύει άλλωστε και η θετικοποιημένη στο δίκαιο του ΑΚ (πρβλ. ιδίως άρθρα 851 και 853) αρχή του παρεπομένου[71].

Η σοβαρά υποστηριζόμενη άποψη ότι ακριβώς λόγω της κοινωνικοτυπικής θεωρήσεως του εγγυητή ως δίχως ωφελιμιστικό κίνητρο δρώντος προσώπου, ευρισκόμενου κοινωνικοτυπικά σε διαπραγματευτική μειονεξία, όταν ενεργεί για μη επαγγελματικούς σκοπούς, δικαιολογείται πλήρως η αυτονόμηση της παρεχόμενης σ’ αυτόν προστασίας, ώστε να πρέπει να θεωρείται καταναλωτής κατά την έννοια του άρθρου 1 § 4α του Ν 2251/1994, ακόμη και όταν εγγυάται υπέρ καταναλωτή με την ευρεία έννοια του όρου, ακόμη δε και όταν εγγυάται υπέρ εμπόρων[72], φαίνεται μεν να προσπερνά εν μέρει τον σκόπελο της ανωτέρω αξιολογικής αντινομίας -στο μέτρο που δικαιολογείται από την ανάγκη μεγαλύτερης προστασίας του εγγυητή- παραμένει όμως ορθή μόνο ως de lege ferenda εκφερόμενη σκέψη, ενώ συγχρόνως, αποσκοπούσα μόνο στη διεύρυνση της έννοιας του εγγυητή ως καταναλωτή, δεν είναι ικανή σε τελική ανάλυση να άρει ολοσχερώς την εν λόγω αντινομία. Ιδίως είναι ήκιστα πειστικό να λέγεται ότι η ανάγκη προστασίας του εγγυητή είναι ίδια είτε ο υπέρ ού η εγγύηση είναι ιδιώτης είτε το πρόσωπο αυτό είναι έμπορος[73].

Πράγματι, με την πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση της έννοιας του καταναλωτή ο νομοθέτης θέλησε, κατά τρόπον ανεπίδεκτον αμφιβολίας, να εξαρτήσει την παροχή της προβλεπόμενης στον Ν 2251/1994 προστασίας στον εγγυητή από την ιδιότητα του υπέρ ού η εγγύηση δανειολήπτη ως καταναλωτή. Κατά συνέπειαν η σκέψη για παροχή πρόσθετης προστασίας στον εγγυητή, και όταν δηλαδή ακόμη η εγγύηση αφορά σε δανειολήπτη που δεν ενεργεί ως καταναλωτής, παρίσταται de lege lata αντίθετη προς τον νόμο[74].

Συγχρόνως η άποψη που καταφάσκει την συνδρομή της ιδιότητας του εγγυητή ως καταναλωτή και στην περίπτωση που ο υπέρ ού η εγγύηση δανειολήπτης είναι καταναλωτής εν ευρεία εννοία -διότι ενεργεί ως τελικός αποδέκτης των αποκτώμενων αγαθών ή υπηρεσιών, έστω και αν αυτά προορίζονται για επαγγελματική χρήση- δεν αποφεύγει ούτε την λήψη του ζητουμένου (petitio principii), που εν προκειμένω είναι ακριβώς η ανεύρεση του νόμω ηθελημένου -αντικειμενικοποιημένου συνεπώς και επίκαιρου- νοήματος της κύριας έννοιας του καταναλωτή στο άρθρο 1 § 4α περ. αα του Ν 2251/1994, από την οποία κατ’ ανάγκην παρέπεται η έννοια του εγγυητή - καταναλωτή στην περίπτωση ββ της ίδιας κατά τα άνω διατάξεως, αλλ’ ούτε και την θεμελιώδη αντίφαση που θα εξακολουθούσε να υφίσταται όσο η έννοια του καταναλωτή - δανειολήπτη εκλαμβάνεται ως ευρύτερη από εκείνην του υπέρ αυτού εγγυωμένου, από τη σκοπιά ότι εκείνος μεν μπορεί να ενεργεί και στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας, ενώ τούτος όχι.

Η -αναγκαία από τη σκοπιά του παραγγέλματος της ιδέας της δικαιοσύνης για τήρηση του «ίδιου μέτρου» (πρβλ. και άρθρο 4 § 1 του Συντ.)- άρση της αντινομίας αυτής[75] θα μπορούσε ίσως να επιτευχθεί και διά της οδού της διευρύνσεως της έννοιας του εγγυητή - καταναλωτή, ώστε στο προστατευτικό πεδίο του ειδικού αυτού νόμου να θεωρείται ότι εμπίπτει και ο εγγυώμενος για επαγγελματικούς σκοπούς[76], αλλά μία τέτοια σκέψη θα βρισκόταν σε προφανή αντίθεση με την συνειδητή και συνάμα εντελώς νωπή νομοθετική επιλογή υπέρ της στενής έννοιας του εγγυητή - καταναλωτή, ενώ συγχρόνως θα προσέκοπτε στη «jus cogens» σχετική ρύθμιση της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ για τις πιστωτικές συμβάσεις, που ως ρυθμιστικό πεδίο θα συναντάται σε μεγάλη έκταση μ’ εκείνο της εγγυήσεως[77].

Αντίθετα, η άρση της εν λόγω αξιολογικής αντινομίας δια της οδού της προτεινόμενης εδώ τελολογικής συστολής του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής του άρθρου 1 § 4α του Ν 2251/1994, ώστε προστατευτέος να θεωρείται ο εγγυητής όχι μόνον όταν ο ίδιος ενεργεί χάριν ιδιωτικών σκοπών, όπως ρητά επιτάσσει πλέον η διάταξη αυτή, αλλά και όταν η εγγύηση παρέχεται συγχρόνως προς ασφάλεια καταναλωτικού μόνον, και όχι επαγγελματικού δανείου, παρίσταται ως η πλέον ορθή συστηματικά και τελολογικά λύση. Και τούτο διότι, ενώ οδηγεί στην εξάλειψη της όποιας διαφοράς θα μπορούσε να ανακύψει αναφορικά με το επίπεδο προστασίας μεταξύ καταναλωτή-πρωτοφειλέτη και καταναλωτή-εγγυητή στο πλαίσιο της εφαρμογής του νέου άρθρου 1 § 4α του Ν 2251/1994, πράγμα που υπαγορεύεται και από την θεμελιώδη για το δίκαιο της εγγυήσεως αρχή του παρεπομένου[78], διατηρεί την όμοια πλέον και για τα δύο αυτά υποκείμενα προστασία αυτή σε λελογισμένα όρια, χαρασσόμενα βάσει του κοινοτικού προτύπου καταναλωτή, που αναμφίβολα ανταποκρίνεται πληρέστερα στην ορθή κατανόηση της λειτουργίας των καταχρηστικών ρητρών και την ουσιαστική ανάγκη προστασίας των υποβαλλόμενων σ’ αυτές προσώπων.

Διότι βέβαια -σύμφωνα με τη θεμελιακή αξιολογική απόφανση τόσο του κοινοτικού όσο και του εθνικού νομοθέτη υπέρ της διαφοροποιήσεως καταναλωτή και επιχειρηματία όσον αφορά στη νομοθετική τους μεταχείριση ακόμη και στον τομέα των συμβάσεων που καταρτίζονται με χρήση ΓΟΣ- ούτε στο πρόσωπο του δανειολήπτη ούτε σ’ εκείνο του υπέρ αυτού εγγυωμένου συντρέχει, στην απαιτούμενη από τον νόμο ένταση[79], το στοιχείο της δομικής διαπραγματευτικής κατωτερότητας, που θα έπρεπε να αποτελεί τη ratio legis της σχετικής ειδικής προστασίας, όταν τα πρόσωπα αυτά -ιδίως όταν διαθέτουν κάποια σημαντική οργάνωση- ενεργούν κατά την σύναψη της σχετικής συμβάσεως στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής τους δραστηριότητας. Θα ήταν όντως παράλογο να θεωρηθούν λ.χ. άξιοι ιδιαίτερης προστασίας η δανειζόμενη από την τράπεζα ανώνυμη εταιρία και ο εγγυώμενος υπέρ αυτής βασικός μέτοχος της. Μόνο από τον μικρής οικονομικής επιφάνειας έμπορο θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί μη αξιώσιμο κατά καλή πίστη να δαπανήσει χρόνο και χρήμα προκειμένου να λάβει γνώση αναφορικά με τους κινδύνους που αναλαμβάνει με τη σύναψη της περιεχούσης καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεως, ώστε να χωρήσει σ’ αυτήν με πραγματικά ελεύθερη τη δικαιοπρακτική του απόφαση.

V. Η γενική έννοια του καταναλωτή υπό το φως της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ για 
τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως

1. Γενικά

Όσον αφορά στην επίδραση που οι κοινοτικές Οδηγίες ασκούν σήμερα στην ερμηνεία του εθνικού δικαίου, είναι γνωστό ότι το ΔΕΚ, προκειμένου να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα και την κατά το δυνατόν ομοιόμορφη εφαρμογή αυτών -ιδίως στην περίπτωση που δεν έχει υπάρξει ακόμη μεταγραφή τους σε εθνικό δίκαιο- έχει επιβάλει στα εθνικά δικαστήρια την υποχρέωση να ερμηνεύουν το εθνικό δίκαιο σύμφωνα με τον σκοπό της κοινοτικής ρυθμίσεως, στο μέτρο που τους παρέχει σχετική ευχέρεια η εσωτερική νομοθεσία, πράγμα που αποτελεί αντικείμενο διαγνώσεως εκ μέρους του εθνικού δικαστή, συντελούμενης επί τη βάσει των μεθοδολογικών κανόνων της εσωτερικής έννομης τάξεως[80].

Κατά την χάραξη μάλιστα των ορίων της υποχρεώσεως αυτής του εθνικού δικαστή για μιαν εναρμονισμένη προς τις Οδηγίες ερμηνεία το ΔΕΚ -το οποίο κατά την χρησιμοποίηση της έννοιας της Ερμηνείας δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψη του την επικρατούσα σε ορισμένες εθνικές έννομες τάξεις (όπως η ελληνική, κατ’ εξοχήν δε η γερμανική) βασική διάκριση μεταξύ ερμηνείας secundum legem και δικαστικής περαιτέρω διαπλάσεως του δικαίου[81]- φαίνεται να απαιτεί πλέον[82] μιαν ευρύτατα νοούμενη ερμηνεία, εξικνούμενη και σε όλο το φάσμα της μεθοδολογικά θεμιτής δικαστικής ευρέσεως του δικαίου, ιδίως δε στην «συμπληρωτική» (praeter legem) περαιτέρω διάπλαση, μέχρι το κατώφλι της contra legem ευρέσεως του δικαίου[83].

Ο κίνδυνος βεβαίως να καταστούν πλέον οι εθνικοί νόμοι ενσωματώσεως -μετά τη μετάβαση από την μέσω των Οδηγιών ενοποίηση των δικαίων στην «πλήρη εναρμόνιση»- απλά παραπεμπτικά στο ευρωπαϊκό δίκαιο κείμενα και να αποδειχθεί έτσι ότι η βούληση ενσωματώσεως του εθνικού νομοθέτη, στον οποίο αναγνωριζόταν μέχρι πρότινος κάποια ελευθερία κινήσεων[84], δεν είναι πλέον παρά ένας μύθος[85], είναι ασφαλώς, στη γενικότητά του, υπαρκτός. Στην ερευνώμενη εδώ, ωστόσο, περίπτωση ζήτημα διαταράξεως της συστηματικής συνοχής των κανόνων του εθνικού δικαίου από την επίκληση των κελευσμάτων του Ευρωπαίου Νομοθέτη, των περιεχόμενων στην Οδηγία 2008/48/ΕΚ, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως, η οποία είναι πράγματι «πλήρους εναρμονίσεως», δεν τίθεται απολύτως κανένα.

Και τούτο όχι μόνον διότι αναφορικά με την Οδηγία αυτή δεν έχει υπάρξει ακόμη μεταγραφή της στο ελληνικό δίκαιο[86], αλλά κυρίως διότι η καταφυγή στην εναρμονισμένη με την Οδηγία αυτήν ερμηνεία του άρθρου 1 § 4 στοιχ. α) του Ν 2251/1994, προκειμένου να προσδιορισθεί σωστά η έννοια του καταναλωτή στη διάταξη αυτήν -αναφορικά τουλάχιστον με τις πιστωτικές συμβάσεις- και βρίσκεται, ως μεθοδολογική δυνατότητα, εντός των ορίων που τίθενται στην ερμηνευτική δράση του Έλληνα δικαστή από τους κανόνες που διέπουν γενικά την ερμηνεία του εθνικού μας δικαίου και κατατείνει στη lege artis θεμελίωση ενός ερμηνευτικού αποτελέσματος ευχερώς συμβατού, όπως υποδηλώθηκε ήδη, με το όποιο σύστημα καθιδρύει το ειδικό αυτό νομοθέτημα[87], σε κάθε περίπτωση εκτός του σώματος του ΑΚ κείμενο[88].

Πράγματι, το γράμμα της διατάξεως που παρέχει την γενική έννοια του καταναλωτή (άρθρο 1 § 4 στοιχ. α΄ του Ν 2251/1994) επιτρέπει την υποστήριξη και των δύο ερμηνευτικών εκδοχών σχετικά με την έννοια του «τελικού αποδέκτη». Και ναι μεν η ρυθμιστική πρόθεση του ιστορικού νομοθέτη κατευθυνόταν εδώ, προφανώς, στην υιοθέτηση της ευρείας έννοιας του καταναλωτή, το αναμφίβολα όμως πολύτιμο αυτό ερμηνευτικό κριτήριο[89] δεν είναι εκείνο που χαράσσει τελικά τα όρια της stricto sensu ερμηνείας. Τη λειτουργία αυτήν την επιτελεί αποκλειστικά το «γράμμα του νόμου»[90].

Εδώ μάλιστα θα πρέπει να σημειωθεί ότι από τις προπαρασκευαστικές εργασίες και ιδίως την Αιτιολογική Έκθεση του Ν 3587/2007, με το άρθρο 1 § 5 του οποίου αντικαθίσταται η επίμαχη διάταξη του άρθρου 1 § 4 στοιχ. α΄ του Ν 2251/1994, προστιθέμενης τώρα σ’ αυτήν και της περιπτώσεως ββ), η οποία αφορά στην έννοια του εγγυητή-καταναλωτή, προσδιοριζόμενη εδώ κατά το κοινοτικό πλέον πρότυπο, δεν μπορεί να διαγνωσθεί με ευκρίνεια εμμονή του νεότερου αυτού νομοθέτη στην ευρεία σύλληψη της γενικής έννοιας του καταναλωτή από τον νομοθέτη της επίμαχης διατάξεως στην αρχική της μορφή[91]. Και μόνο το γεγονός ότι ο νεότερος αυτός νομοθέτης δεν φαίνεται να είχε συνείδηση της αξιολογικής αντινομίας, στην οποία αναπόδραστα οδηγούσε τώρα η υιοθέτηση της στενής έννοιας του εγγυητή-καταναλωτή στη σχέση της με την ευρεία γενική έννοια του καταναλωτή, μαρτυρεί ότι η σχετική ρυθμιστική παράσταση αυτού δεν ήταν σαφής. Διότι, αν μη τι άλλο, βέβαιο είναι ότι δεν μπορεί να αποδοθεί στον νομοθέτη η πρόθεση ότι συνειδητά θέλησε να δημιουργήσει μιαν αξιολογική αντινομία. Και πάντως σαφέστατη ανακύπτει η πρόθεση του νεότερου νομοθέτη να διασκευασθεί πλέον η γενική έννοια του καταναλωτή κατά τρόπον ώστε να μην αποκλείεται η αποδοχή μιας διαφορετικής έννοιας αυτού (ασφαλώς στενότερης) σε ειδικά θέματα ρυθμιζόμενα κατά βάσιν στο νομοθέτημα αυτό[92], αλλά και, γενικότερα, αναγόμενα στο δίκαιο της προστασίας του καταναλωτή[93].

2. Προς μία στενή έννοια του καταναλωτή στο πεδίο των πιστωτικών συμβάσεων

Ορώμενη, τώρα, η κατ’ άρθρο 1 § 4 στοιχ. α΄ του Ν 2251/1994 γενική έννοια του καταναλωτή υπό το φως της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως, ελέγχεται αναμφίβολα μη συμβατή με το μονοσήμαντο γράμμα και τον σκοπό της Οδηγίας αυτής, πράγμα που σημαίνει ότι ο ερμηνευτής της εν λόγω διατάξεως του εθνικού δικαίου υπόκειται στην προσταγή του ΔΕΚ για επιλογή εκείνης από τις δυνατές, κατά το γραμματικό νόημα της διατάξεως, εκδοχές που εναρμονίζεται προς την κοινοτική ρύθμιση[94].

Πράγματι, στο άρθρο 3 της Οδηγίας αυτής ο καταναλωτής λαμβάνεται, μονοσήμαντα, με την στενή έννοια του όρου, ώστε στην έννοια αυτού δεν εμπίπτει το νομικό πρόσωπο αλλ’ ούτε και το φυσικό που με τις καλυπτόμενες από την Οδηγία αυτήν δικαιοπραξίες επιδιώκει σκοπούς σχετικούς με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητά του.

Αδιαμφισβήτητο είναι εξ άλλου ότι από την έννοια αυτήν του καταναλωτή, τη στενή, το εθνικό δίκαιο της χώρας μας δεν μπορεί να αποκλίνει όσον αφορά τη δράση του καταναλωτή στο πεδίο των καλυπτόμενων από την Οδηγία αυτήν πιστωτικών συμβάσεων. Και τούτο διότι ρητά διαγορεύεται στο άρθρο 22 αυτής ο αναγκαστικός χαρακτήρας της, με την έννοια ότι τα κράτη-μέλη δεν μπορούν να διατηρούν πλέον ή να εισαγάγουν τώρα στο εθνικό τους δίκαιο διατάξεις που παρεκκλίνουν από τους «jus cogens» ορισμούς της Οδηγίας, μεταξύ των οποίων και ο σχετικός με την έννοια του καταναλωτή[95]. Επιδίωξη του Ευρωπαίου νομοθέτη εν προκειμένω σαφής υπήρξε η εξασφάλιση στον καλυπτόμενο από την Οδηγία αυτή συναλλακτικό τομέα ενός ισοδύναμου επιπέδου προστασίας των συμφερόντων όλων των καταναλωτών της Κοινότητας[96] και η πραγμάτωση της ρυθμιστικής αυτής επιδιώξεως προϋποθέτει, όπως είναι ευνόητο, μιαν ενιαία, την υπό της Οδηγίας θεσπιζόμενη, έννοια του καταναλωτή, η οποία και προσδιορίζει personae materiae το επίπεδο της απαραίτητης προστασίας[97].

Απομένει να επαληθευθεί πλέον η υπόθεση, επί της οποίας ερείδεται η υποστηριζόμενη εδώ άποψη, ότι δηλαδή το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ τέμνεται μ’ εκείνο της ισχύος της γενικής έννοιας του καταναλωτή με κύριο σημείο συναντήσεως το πεδίο του δικαστικού ελέγχου των καταχρηστικών ΓΟΣ. Στο άρθρο 2 της Οδηγίας, που οριοθετεί το ρυθμιστικό αυτής πεδίο, αναγράφονται βέβαια οι τύποι μόνο των πιστωτικών συμβάσεων, επί των οποίων τυγχάνει εφαρμογής η Οδηγία αυτή, με την έννοια, ακριβέστερα, ότι κάποιες μορφές πιστωτικών συμβάσεων δεν καταλαμβάνονται από αυτό. Ρητή αναφορά στην τεχνική της καταρτίσεως των συμβάσεων αυτών ασφαλώς δεν υπάρχει στις διατάξεις της Οδηγίας αυτής, αλλ’ επειδή η σκοπούμενη μ’ αυτήν προστασία του καταναλωτή -όπως προκύπτει και από την όλη δομή της σχετικής ρυθμίσεως (πρβλ. ιδίως άρθρα 5 και 10 επ.)- δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς το περιεχόμενο της πιστωτικής συμβάσεως, το περιεχόμενο δε αυτό στην τραπεζική πίστωση -περί της οποίας κυρίως θα πρόκειται εδώ (πρβλ. άρθρο 3 στοιχ. β΄ και γ΄)[98]- συνήθως διαπλάσσεται στην πράξη με ΓΟΣ, εύλογο είναι να υποθέσει κανείς ότι στο προστατευτικό πεδίο της κοινοτικής αυτής Οδηγίας εμπίπτουν αναμφίβολα οι πιστωτικές συμβάσεις και ως προς τη διάσταση της καταρτίσεώς τους με χρήση ΓΟΣ, ώστε η σκοπούμενη στον τομέα αυτόν προστασία του καταναλωτή να εκτείνεται και στην προστασία αυτού έναντι των καταχρηστικών ΓΟΣ[99].

Με βάση τώρα την ανωτέρω διάγνωση είναι εύκολο να υποστηρίξει πλέον κανείς ότι τουλάχιστον στο πεδίο των πιστωτικών συμβάσεων που καταρτίζονται με τη χρήση ΓΟΣ, ένα πεδίο όπου συναντώνται η κατ’ άρθρο 1 § 4 στοιχ. α΄ του Ν 2251/1994 γενική έννοια του καταναλωτή και η σκοπούμενη με την Οδηγία 2008/48/ΕΚ κοινοτική προστασία του καταναλωτή, η νεότερη αξιολόγηση που ενσωματώνει η Οδηγία αυτή αναφορικά με την έννοια του καταναλωτή πρέπει -λόγω της υπεροχής του Κοινοτικού Κανόνα και της φύσεως της προκείμενης Οδηγίας ως «πλήρους εναρμονίσεως»- να κατισχύσει και στο εσωτερικό δίκαιο της Χώρας μας. Και τούτο μεθοδολογικά θα πρέπει να επιτευχθεί μέσω μιας νέας, εναρμονισμένης με την κοινοτική Οδηγία κατανοήσεως της γενικής έννοιας του καταναλωτή, ώστε -υπό το φως και της μνημονευθείσης ανωτέρω (σημ. 4 και 11) από 8.10.2008 Προτάσεως Οδηγίας για τα δικαιώματα των καταναλωτών (άρθρο 2 και 3 § 2 εδ. γ΄)- στο συναλλακτικό αυτό πεδίο ως τελικός αποδέκτης να εννοείται μόνον εκείνο το, φυσικό πάντοτε, πρόσωπο[100] που αποκτά τις σχετικές υπηρεσίες για σκοπούς άσχετους προς την τυχόν εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική του δραστηριότητα.

Στην ερευνώμενη εδώ περίπτωση μία τέτοια στενή ερμηνεία της έννοιας του καταναλωτή εύκολα μπορεί, από μεθοδολογικής σκοπιάς, να υποστηριχθεί, ενόψει του γεγονότος ότι η αδιαστίκτως χρησιμοποιούμενη στο άρθρο 1 § 4 στοιχ. α΄ του Ν 2251/1994 έννοια του τελικού αποδέκτη καλύπτει και την υποστηριζόμενη ενταύθα ερμηνευτική εκδοχή[101].

Αλλ’ ακόμη κι αν ήθελε θεωρηθεί ότι το γράμμα της διατάξεως αυτής είναι μονοσήμαντο, ενόψει και της ιστορίας γενέσεώς της, εντεύθεν δε το ασύμβατο της ευρείας έννοιας του καταναλωτή στη διάταξη αυτήν προς το κοινοτικό ρυθμιστικό πρότυπο δεν μπορεί να αρθεί δια της οδού της stricto sensu ερμηνείας[102], και πάλι ο εθνικός ερμηνευτής θα όφειλε -αλλά και θα μπορούσε, βάσει των ισχυόντων στην ελληνική έννομη τάξη κανόνων ευρέσεως του δικαίου- να επιτύχει την αναγκαία εναρμόνιση μέσω μιας σύμφωνης με την Οδηγία περαιτέρω διαπλάσεως του δικαίου, με τη μορφή εδώ «τελολογικής συστολής» του πεδίου εφαρμογής της επίμαχης διατάξεως[103]. Την ύπαρξη τότε ενός «συγκεκαλυμμένου» -εν προκειμένω δε επιγενομένου- κενού[104] στη ρύθμιση του άρθρου 1 § 4 στοιχ. α΄ του Ν 2251/1994, συνιστάμενου στην μη εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της ρυθμίσεως αυτής των καλυπτόμενων από την Οδηγία πιστωτικών συμβάσεων που καταρτίζονται με χρήση ΓΟΣ, καθώς η κοινοτική αυτή ρύθμιση υπαγορεύει, θα μπορούσε εύκολα να δικαιολογήσει κανείς ως αναγκαία προϋπόθεση της καταφυγής στην προτεινόμενη εδώ ερμηνευτική οδό με τη διάγνωση ακριβώς ότι μετά την έκδοση της Οδηγίας αυτής, που ανάγει σε υποχρεωτικό ρυθμιστικό πρότυπο τη στενή έννοια του καταναλωτή ως υποκειμένου των συμβάσεων αυτών, η δημιουργία, δια της ερμηνευτικής οδού, της κατά τα άνω εξαιρέσεως από το πεδίο εφαρμογής της γενικής έννοιας του καταναλωτή παρίσταται αναγκαία προκειμένου να αχθεί ο επιδιωκόμενος με την Οδηγία σκοπός -ο εγκείμενος στη διασφάλιση στον τομέα αυτόν ενός ισοδύναμου επιπέδου προστασίας για όλους τους καταναλωτές της Κοινότητας- στην πλήρη πραγμάτωσή του.

VI. Τελικές παρατηρήσεις

1. Στην αρχική του μορφή ο νόμιμος ορισμός της έννοιας του καταναλωτή στο άρθρο 1 § 4 στοιχ. α΄ του Ν 2251/1994 επέτρεπε ευχερώς, από τη σκοπιά όλων σχεδόν των κλασσικών κριτηρίων της ερμηνείας -αλλά περαιτέρω και της ανάγκης μιας σύμφωνης με το κοινοτικό ρυθμιστικό πρότυπο ερμηνείας της εν λόγω διατάξεως του εθνικού δικαίου- την υποστήριξη της απόψεως που ήθελε την έννοια του καταναλωτή, προσδιοριζόμενη στον νόμο επί τη βάσει αποκλειστικά της ιδιότητας του «τελικού αποδέκτη», ευρέως νοητέα, ώστε in abstracto να εμπίπτει σ’ αυτήν και κάθε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ακόμη και αν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής του δραστηριότητας, αρκεί να μην προορίζει το αποκτώμενο αγαθό προς περαιτέρω διάθεση.

2. Όσον αφορά ωστόσο τη μεγάλη οργανωμένη επιχείρηση που αποκτά τα προσφερόμενα στην αγορά αγαθά ή υπηρεσίες με σκοπό να τα εντάξει στη λειτουργία της και να τα αξιοποιήσει έτσι περαιτέρω στην διοχέτευση των προϊόντων της προς τρίτους, αυτή θα έπρεπε να αποκλείεται από την προβλεπόμενη για τον καταναλωτή προστασία ήδη επί τη βάσει του γλωσσικά δυνατού νοήματος της λέξεως «καταναλωτής», δεδομένου ότι, με βάση το νόημα που έχει στην κοινή χρήση της γλώσσας η λέξη αυτή -που αναπόφευκτα θα αντικρύζεται εν προκειμένω σε αντιδιαστολή πάντοτε με την έννοια του επιχειρηματία- η μεγάλη επιχείρηση βρίσκεται σε κάθε περίπτωση έξω από την περιφέρεια της έννοιας αυτής.

3. Εν όψει πάντως του γεγονότος ότι η μονιστικά προς τον ρόλο του καταναλωτή ως τελικού αποδέκτη προσανατολισμένη τυποποίηση, την οποία θέλησε να ακολουθήσει ο νομοθέτης της επίμαχης διατάξεως, εθεωρείτο ευρέως τελολογικά εσφαλμένη, μία ευρύτατη δε έννοια του καταναλωτή ξένη προς τις ανάγκες της συναλλακτικής ζωής, σθεναρά είχε υποστηριχθεί ήδη από διάφορες πλευρές στην ημεδαπή θεωρία η άποψη ότι τα ανεπιεική αποτελέσματα της ερμηνευτικής αυτής παραδοχής θα έπρεπε να αποτραπούν είτε με την επίκληση εκ μέρους του προμηθευτή του άρθρου 281 ΑΚ είτε, ορθότερα, δια της οδού μιας «τελολογικής συστολής» του πεδίου εφαρμογής της επίμαχης διατάξεως, ώστε στην διαγορευόμενη εκεί γενική έννοια του καταναλωτή να μην εμπίπτουν και πρόσωπα (κατά βάσιν μεγάλες εμπορικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις) που διαθέτουν σοβαρή οικονομική και νομική οργάνωση.

4. Μετά ωστόσο την σημαντική μεταβολή που συντελείται στις αξιολογικές παραστάσεις αναφορικά με την έννοια του καταναλωτή ως συνέπεια αφ’ ενός μεν της προσθήκης στο άρθρο 1 § 4 στοιχ. α΄ του Ν 2251/1994 του νόμιμου ορισμού του εγγυητή ως καταναλωτή, κατά την τροποποίηση του νόμου αυτού με τον Ν 3587/2007, αφ’ ετέρου δε της θέσεως σε ισχύ της πλήρους εναρμονίσεως Οδηγίας 2008/48/ΕΚ σχετικά με τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως, η ευρεία έννοια του καταναλωτή στην αρχική μορφή της επίμαχης διατάξεως δεν μπορούσε πλέον να παραμείνει απαρασάλευτη. Μια νέα ερμηνευτική προσέγγιση αυτής, υπό το φως τώρα της νέας αξιολογήσεως που ενσωματώνουν τα νομοθετήματα αυτά, όπου υιοθετείται η στενή έννοια του καταναλωτή, καθίσταται πλέον απολύτως αναγκαία, ώστε αυτή να εναρμονισθεί -αν όχι γενικά, κατ’ αντανάκλαση από το αξιολογικό περιεχόμενο της νέας ειδικής ρυθμίσεως, πάντως για τον δρώντα στο νευραλγικό πεδίο των πιστωτικών συμβάσεων- με το ρυθμιστικό πρότυπο του εγγυητή, που όχι ασφαλώς τυχαία ταυτίζεται με το κοινοτικό.

5. Υπό το φως του νόμιμου ορισμού του εγγυητή ως καταναλωτή στο νέο άρθρο 1 § 4 στοιχ. α΄ περ. ββ του Ν 2251/1994, η γενική έννοια του καταναλωτή θα πρέπει πλέον να θεωρηθεί ότι -τουλάχιστον όσον αφορά στις συμβάσεις που καλύπτονται με την προσωπική ασφάλεια εγγυητή- έχει μεταβληθεί προς την κατεύθυνση ώστε καταναλωτής να θεωρείται τώρα μόνον εκείνος ο τελικός αποδέκτης των προσφερόμενων στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών που κατά την απόκτηση αυτών δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του. Η νέα αυτή, αντικειμενική και περισσότερο επίκαιρη κατανόηση της έννοιας του καταναλωτή, που μεθοδολογικά οδηγεί στην τελολογική συστολή του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής του άρθρου 1 § 4 στοιχ. α΄ του Ν 2251/1994, παρίσταται εν προκειμένω δικαιολογημένη από τη σκοπιά της ανάγκης να αποφευχθεί μία αφόρητη αξιολογική αντινομία, συνάμα δε να διαφυλαχθεί η καταστατικής για το δίκαιο της εγγυήσεως σημασίας αρχή του παρεπομένου.

6. Υπό την επίδραση εξ άλλου της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως, η εγγενής τελολογία της οποίας κατατείνει προεχόντως στην εξασφάλιση, στον καλυπτόμενο από την Οδηγία αυτήν συναλλακτικό Τομέα, ενός ισοδύναμου για όλους τους καταναλωτές της Κοινότητας επιπέδου προστασίας, προσδιοριζόμενου personae materiae από την ακολουθούμενη στην ίδια την Οδηγία (άρθρο 3) στενή έννοια του καταναλωτή, η γενική έννοια του καταναλωτή στο άρθρο 1 § 4 στοιχ. α΄ περ. αα· πρέπει να μεταβληθεί προκειμένου να εναρμονισθεί πλέον με το κοινοτικό ρυθμιστικό πρότυπο, που εμφανίζει τώρα -βάσει ρητής προβλέψεως στην Οδηγία αυτήν (άρθρο 22)- αναγκαστικό για κάθε εθνικό νομοθέτη και ερμηνευτή χαρακτήρα. Η προσήκουσα προς τούτο μεθοδολογική οδός είναι εκείνη της εναρμονισμένης με το Κοινοτικό Δίκαιο Ερμηνείας, που μπορεί να χωρήσει ακόμη και με τελολογική συστολή του πεδίου εφαρμογής του εθνικού κανόνα. Ότι το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας αυτής τέμνεται μ’ εκείνο της ισχύος της γενικής έννοιας του καταναλωτή με κύριο σημείο συναντήσεως το πεδίο του δικαστικού ελέγχου των ΓΟΣ είναι μάλλον αυτονόητο. Ώστε τουλάχιστον στο πεδίο αυτό θα πρέπει να κατισχύσει το κοινοτικό ρυθμιστικό πρότυπο προκειμένου να αχθεί ο επιδιωκόμενος με την Οδηγία σκοπός στην πλήρη πραγμάτωσή του.

[1]* Προδημοσίευση από τον Τιμητικό Τόμο Νικολάου Κ. Ρόκα.

. Η ρήση αυτή ανήκει, ως γνωστόν, στον πρόεδρο των ΗΠΑ J.F. Kennedy.

[2]. Έτσι λ.χ. Μιχ. Σταθόπουλος, ΕνοχΔίκ έκδ. 4η, 2004, § 1 αρ. 72.

[3]. Σχετικά με τη λειτουργία αυτήν, εγκείμενη στην ικανοποίηση της δικαιολογημένης ανάγκης για έναν εξορθολογισμό της συναλλακτικής δράσεως των επιχειρήσεων, βλ. ιδίως Π.Α. Παπανικολάου, Περί των ορίων της προστατευτικής παρεμβάσεως του δικαστή στη σύμβαση, 1991, σελ. 332 επ. και Γ. Δέλλιο, Προστασία των Καταναλωτών και Σύστημα του Ιδιωτικού Δικαίου ΙΙ, 2001, σελ. 11 επ. Ότι η έννομη τάξη δεν μπορεί να παραιτηθεί από τη δυνατότητα χρήσεως ΓΟΣ και να αρκεσθεί, για την πραγμάτωση της ουσιαστικής δικαιοσύνης στις συμβάσεις, στις ρυθμίσεις του ενδοτικού δικαίου, διότι τότε θα μειωνόταν δραματικά η ικανότητα του οικονομικού συστήματος να προσαρμόζει το περιεχόμενο των συμβάσεων προς τις ιδιαίτερες, και διαρκώς μεταβαλλόμενες, ανάγκες των συναλλαγών, βλ. αντί πολλών Larenz/Wolf, AllTeil, έκδ. 9η, 2004, §43 αρ. 1 επ.

[4]. Πρβλ. και Ε. Περάκη, Η έννοια του «καταναλωτή» κατά τον νέο νόμο 2251/1994, ΔΕΕ 1995,32, 34· Θ. Λιακόπουλο, ΔΕΕ 1995,820, 830· επίσης ΑΠ 1679/2008 ΝοΒ 57, 388· ΑΠ 11/2006 ΕΕμπΔ ΝΖ΄, 380. Για την αντλούμενη από τη γενικότερη τελολογία του Κοινοτικού Δικαίου αρχή της δίκαιης εξισορροπήσεως των αντιτιθέμενων συμφερόντων προμηθευτών και καταναλωτών ως βασική ρυθμιστική επιδίωξη του Ν 3587/2007, με τον οποίο αναμορφώθηκε ριζικά ο βασικός νόμος για την προστασία των καταναλωτών Ν 2251/1994, βλ. κυρίως Π.Α. Παπανικολάου, Σκέψεις πάνω στον νέο νόμο (Ν 3587/2007) για την προστασία των καταναλωτών, ΕλλΔνη 49,660 επ. Για την κεντρική σημασία της ισορροπίας αυτής στην πραγμάτωση της εσωτερικής αγοράς βλ. τώρα και την Αιτ. Έκθ. της από 8.10.2008 Προτάσεως Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα δικαιώματα των καταναλωτών COM (2008) 614.

[5]. Π.Α. Παπανικολάου, Περί των ορίων ..., σελ. 323 επ., 376 επ., Γ. Δέλλιος, ό.π. ανωτ., σελ. 12 επ., 211 επ., 439 επ.· Γ. Μεντής, ΓΟΣ, 2000, σελ. 60 επ.

[6]. Σχετικά με τη στρατηγική αυτή βλ. σε μας Ελ. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή, 2008, αρ. 30 επ.· πρβλ. περαιτέρω και MűnchKomm-Micklitz, vor §§13, 14 αρ. 38 επ.· Möllers, JZ 2002, 121, 126. Κι ακόμη την ανωτέρω (σημ. 4) μνημονευθείσα Πρόταση Οδηγίας, στο άρθρο 4 της οποίας ρητά διαγορεύεται η ανωτέρω απαγόρευση.

[7]. Την ανησυχία τους ως προς την εξέλιξη αυτήν εκφράζουν -και μάλιστα από συνταγματικής σκοπιάς- ιδίως η B. Gsell, JZ 2009, 522 και ο H.P. Westermann, Η επιρροή των ευρωπαϊκών Οδηγιών στην εφαρμογή του εθνικού αστικού δικαίου υπό το φως της νεώτερης νομολογίας του ΔΕΚ, ΕλλΔνη 51,1 επ., πρβλ. επίσης Αλεξανδρίδου, ό.π. ανωτ. αρ. 34 επ.

[8]. Σχετικά με τη διάκριση αυτήν αντί πολλών Δέλλιος, ό.π. ανωτ., σελ. 224 επ. και 350 επ.

[9]. Ενδεικτικά μνημονεύονται εδώ οι προσπάθειες ιδίως του Δέλλιου, ό.π. ανωτ., του Φ. Δωρή, Ο χαρακτηρισμός αντισυμβαλλομένων Τραπεζών ως καταναλωτών ως προϋπόθεση για την προστασία τους από καταχρηστικούς ΓΟΣ, ΝοΒ 52 (2004),729 επ.· Μιχ. Αυγουστιανάκη, σε Σταθόπουλος/Χιωτέλλης/Αυγουστιανάκης, Κοινοτικό Αστικό Δίκαιο Ι, 1995, σελ. 78 επ. Πρβλ. επίσης Π.Α. Παπανικολάου, Περί των ορίων ..., σελ. 323 επ.

[10]. Για τη δυσχέρεια μιας ενιαίας και αξιολογικά συνεπούς οριοθετήσεως βλ. ιδίως Δέλλιο, Προστασία ... Ι, 2005, σελ. 15 επ. Στο γερμανικό δίκαιο η προσανατολισμένη προς το κοινοτικό ρυθμιστικό πρότυπο στενή έννοια του καταναλωτή στεγάζεται πλέον, ως έννοια γενική, στην παρ. 13 του γερμΑΚ· σχετικά μ’ αυτήν βλ. αντί πολλών Larenz-Wolf, AllTeil §42 αρ. 25 επ. και MűnchKomm-Micklitz, §13 αρ. 8 επ.

[11]. Αναλυτικά για το όλο ζήτημα Δέλλιος, Προστασία ... ΙΙ, 2001, σελ. 22 επ. και 63 επ. Αντίθετα, υπέρ μιας έννοιας του καταναλωτή που θα διαμορφώνεται εκάστοτε ανάλογα με το είδος της παρεχόμενης προστασίας, Ε. Περάκης, ΔΕΕ 1995,32, 35. Ενιαία θέλει την στενή έννοια του καταναλωτή για όλο το πεδίο εφαρμογής της, στο οποίο εντάσσονται και οι συμβάσεις που περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες (άρθρο 3 παρ. 2), και η κατά τα άνω (σημ. 4) Πρόταση Οδηγίας.

[12]. Σχετικά βλ. ιδίως Δωρή, ΝοΒ 52,729, 735 επ. Κριτικά απέναντι στο σύστημα του νόμου αυτού Π.Α. Παπανικολάου, ΕλλΔνη 49,660, 663 επ. πρβλ. και Αλεξανδρίδου, ΝοΒ 55 (2007),1493 επ. επίσης Λ. Κοτσίρη, Η έννοια του καταναλωτή (γνμδ.) ΔΕΕ 2005,1128.

[13]. Πρβλ. σχετικά Ζέπο, ΕρμΑΚ Εισαγ. παρατ. άρθρα 847-870 αρ. 21· Απ. Γεωργιάδη, ΕιδΕνοχΔίκ ΙΙ παρ. 20 αρ. 2 και Βρέλλη, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, 847 αρ. 1. Ότι συχνά η εγγύηση, ιδίως προς πιστωτικά ιδρύματα, θα παρέχεται, και αυτή, βάσει ΓΟΣ βλ. Απ. Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2001, § 3 αρ. 78.

[14]. Για την έννοια αυτής (Wertungswiderspruch) βλ. αντί πολλών Larenz/Canaris, Methodenlehre der Rechtswissenschaf, έκδ. 6η, 1991, σελ. 155 επ. σε μας δε Π.Α. Παπανικολάου, Μεθοδολογία του Ιδιωτικού Δικαίου και Ερμηνεία των Δικαιοπραξιών, 2000, αρ. 235 επ., 251 επ.· πρβλ. επίσης Π. Φίλιο, Νομική Μεθοδολογία, έκδ. 2η, 2009, § 45Α.

[15]. Βλ. αντί πολλών Σταθόπουλο, ό.π. ανωτ. (σημ. 9) σελ. 41-42, και Δωρή, ΝοΒ 52,729, 730 επ. Αντίθ. ωστόσο Κοτσίρης, γνμδ. ΔΕΕ 2005,1128 και ΕφΑθ 3884/2006 ΕλλΔνη 48,303.

[16]. Ότι η Οδηγία αυτή είναι πλήρους εναρμονίσεως, ακολουθούσα τη νεότερη στρατηγική του κοινοτικού νομοθέτη, την οποία απηχεί και η ανωτέρω (σημ. 4 και 11) Πρόταση Οδηγίας, βλ. και Gsell, JZ 2009, 522 σημ. 5, καθώς και Gsell/Schellhase, JZ 2009, 20 επ. Ότι η πλήρης εναρμόνιση καταλαμβάνει και την έννοια του καταναλωτή βλ. αντί πολλών MűnchKomm-Micklitz, vor §§13, 14 αρ. 38 επ.

[17]. Πρβλ. αναφορικά με την επίδραση των Οδηγιών πλήρους εναρμονίσεως στο εθνικό δίκαιο κυρίως Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή, αρ. 30 επ.· περαιτέρω δε και MűnchKomm-Micklitz, vor §§13, 14 αρ. 38 επ.

[18]. Π.Α. Παπανικολάου, Μεθοδολογία ... αρ. 175 επ.· Δέλλιος, ό.π. ανωτ. σελ. 243 επ.· Παρ. Παπαρσενίου, Κοινοτικές Οδηγίες και Δικαιώματα Ιδιωτών, 2002, σελ. 115 επ.· Larenz/Canaris, Methodenlehre ... σελ. 141 επ.· F. Bydlinski, Juristische Methodenlehre und Rechtslegriff, έκδ. 2η, 1991, σελ. 437 επ.· E. Kramer, Juristische Methodenlehre, έκδ. 2η, 2005, σελ. 47 επ., BGH JZ 2009, 518, 520.

[19]. Ότι και η λεγόμενη «Εναρμονισμένη με το Κοινοτικό Δίκαιο Ερμηνεία» αποτελεί μορφή της συστηματικής και τελολογικής ερμηνείας βλ. εγγύτερα Π.Α. Παπανικολάου, Μεθοδολογία ... αρ. 257, πρβλ. και Απ. Γεωργιάδη, ΓενΑρχ παρ. 6 αρ. 41 επ. επίσης Φ. Δωρή, Εισαγωγή ... σελ. 179 επ., περαιτέρω δε και C.W. Canaris, Im Dienste der Gerechtigkeit, Festschr. fűr F. Bydlinski, 2002, σελ. 47 επ.· B. Rűthers, Rechtstheorie αρ. 766 επ. Larenz/Wolf, AllTeil §4 αρ. 70 επ. και εγγύτερα Cl. Höpfner, Die systemkonforme Auslegung, 2008, σελ. 216 επ., 249 επ.

[20]. Υπέρ της εκδοχής αυτής τάσσεται λ.χ. ο Κοτσίρης, ΔΕΕ 2005, 1128, 1130· πρβλ. επίσης Μεντή, ΓΟΣ κι ακόμη ΕφΑθ 3884/2006 ΕλλΔνη 48,303 με επίκληση της νομολογίας του ΔΕΚ (υπόθ. Cape Snc κατά Idealsevice και Idealservice MNRE Sas κατά OMAI Srl, της 22.11.2001). Την έννοια αυτήν υιοθετεί, όπως είδαμε ανωτ. (σημ. 10) και ο γερμΑΚ στην § 13 αυτού.

[21]. Έτσι λ.χ. στις Οδηγίες 85/577/ΕΕ για τις συμβάσεις που συνάπτονται εκτός καταστήματος (άρθρο 2), 93/13/ΕΟΚ για τις καταχρηστικές ρήτρες (άρθρο 2), 99/44/ΕΚ σχετικά με ορισμένες πτυχές της πωλήσεως καταναλωτικών αγαθών (άρθρο 1), 2005/29/ΕΚ για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές (άρθρο 2), 2008/48/ΕΚ για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως (άρθρο 3). Σχετικά με το ρυθμιστικό αυτό πρότυπο, το οποίο υιοθετεί τώρα σε υποχρεωτική βάση και η ανωτ. (σημ. 4 και 11) Πρόταση Οδηγίας, πρβλ. ιδίως Ε. Περάκη, Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή (Επιμέλεια Ελ. Αλεξανδρίδου), 2008, άρθρο 1, αρ. 37 επ.· Μεντή, ό.π. ανωτ., Ξ. Σκορίνη-Παπαρρηγοπούλου, Η προστασία του καταναλωτή στη σύμβαση εκτός εμπορικού καταστήματος, 1999, σελ. 80 επ. και Ι. Καράκωστα, Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή, 2004, σελ. 71 επ. Εγγύτερη δικαιοθεωρητική ανάλυση του, ερειδόμενου στην ιδιωτικότητα της συγκεκριμένης οικονομικής ενέργειας, προτύπου αυτού βλ. ιδίως σε MűnchKomm-Micklitz, §13 αρ. 4 επ.

[22]. Πρβλ. σχετικά Μιχ. Σταθόπουλο, σε Σταθόπουλο/Χιωτέλλη/Αυγουστιανάκη, Κοινοτικό Αστικό Δίκαιο, Ι σελ. 22· Δέλλιο, ό.π. ανωτ., σελ. 224 επ. και Ε. Περάκη, ό.π. ανωτ. αρ. 18 επ.

[23]. Το γραμματικό αυτό στοιχείο αξιοποιεί ερμηνευτικά ιδίως ο Δωρής, ΝοΒ 52,729, 733 επ. τασσόμενος υπέρ της ευρύτατης δυνατής ερμηνείας του όρου, ώστε στη γενική αυτήν έννοια του καταναλωτή να μπορούν να υπαχθούν, ως αντισυμβαλλόμενοι των Τραπεζών, και οι -συνήθως συνοδευόμενοι από νομικό παραστάτη- εφοπλιστές, βιομήχανοι και μεγαλέμποροι.

[24]. Απολύτως κρατούσα μέχρι σήμερα άποψη· βλ. λ.χ. Δέλλιο, ό.π. ανωτ. σελ. 224 επ., τον Ίδιο, Ατομική και Συλλογική Προστασία των Καταναλωτών από την έλλειψη ουσιαστικής διαπραγμάτευσης των όρων της σύμβασης, 2008, αρ. 80 επ.· Σταθόπουλο, ό.π. ανωτ., Απ. Γεωργιάδη, Νέες Μορφές Συμβάσεων της σύγχρονης συναλλαγής, έκδ. 4η, 2000, Β 218 επ.· Σκορίνη-Παπαρρηγοπούλου, ό.π. ανωτ., σελ. 82 επ.· Ε. Περάκη, ό.π. ανωτ. αρ. 71 επ.· Ι. Καράκωστα, ό.π. ανωτ.· Αν. Δεσποτίδου, Παροχή Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών από απόσταση, 2009, σελ. 73 επ.· ΑΠ 989/2004 ΕλλΔνη 47,1671.

[25]. Θερμός υποστηρικτής της απόψεως αυτής, αλλ’ αναφορικά μόνο με τον αποδέκτη των προσφερόμενων στην αγορά υπηρεσιών -και πάντως μη αρκούμενος στη γραμματική μόνον ερμηνεία του όρου- ο Δωρής, ό.π. ανωτ. Πρβλ. επίσης Δέλλιο, Προστασία των Καταναλωτών ..., σελ. 224 επ. και Απ. Γεωργιάδη, ό.π. ανωτ.

[26]. Βλ. σχετικά ΕφΑθ 3884/2006 ΕλλΔνη 48,303, 305.

[27]. Με την έννοια του L. Wittgenstein· βλ. σχετικά μ’ αυτήν Π.Α. Παπανικολάου, Μεθοδολογία ... αρ. 47 και 55· Π. Σούρλα, Θεμελιώδη Ζητήματα, σελ. 68 επ. περαιτέρω δε και Larenz/Canaris, Methodenlehre ..., σελ. 23 επ.

[28]. Πρβλ. τις υπ’ αριθμ. 2 και 9 σκέψεις του προοιμίου της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, από τις οποίες είναι απίθανο να θέλησε ο Έλληνας νομοθέτης να αποκλίνει ουσιωδώς.

[29]. Πρβλ. και Σκορίνη-Παπαρρηγοπούλου, ό.π. ανωτ. σελ. 7 και 17· επίσης Κοτσίρη, ΔΕΕ 1995,1128, 1130, που εξαίρει ιδιαίτερα την διαστολή μεταξύ «καταναλωτή» και «επαγγελματία», στην οποία προβαίνει το ΔΕΚ στην υπόθεση Idealservise (ανωτ. σημ. 20).

[30]. Πρβλ. αντί πολλών MűnchKomm-Micklitz, vor §§13, 14 αρ. 6.

[31]. Ορθώς τέμνει το ζήτημα αυτό, από την εξεταζόμενη εδώ άποψη, ο Ε. Περάκης, ό.π. ανωτ. αρ. 71 επ.· πρβλ. επίσης Μεντή, ΓΟΣ σελ. 9 επ. αν και ο προτεινόμενος από αυτόν περιορισμός δεν στηρίζεται στη γραμματική ερμηνεία αλλά στην οικονομική λειτουργία του όρου.

[32]. Για την έννοια αυτής βλ. ιδίως Π.Α. Παπανικολάου, Μεθοδολογία ... αρ. 363 επ. Ότι η ανάγκη προστασίας του εμπόρου -από πλευράς συμβατικής ανισότητας, οφειλόμενης στη χρήση ΓΟΣ- εμφανίζεται κατά βάσιν με μικρότερη ένταση, σε σχέση με τον ιδιώτη συναλλασσόμενο -πράγμα που δικαιολογεί την μη εφαρμογή επ’ αυτού του ισχύοντος για τον καταναλωτή τεκμηρίου διαπραγματευτικής μειονεξίας- βλ. κυρίως την ενδελεχή ανάλυση του Δέλλιου, ό.π. ανωτ., σελ. 228 επ.

[33]. Για τη δυνατότητα αυτή βλ. ήδη Π.Α. Παπανικολάου, στον Τόμ. Α΄ Συνεδρίου Ελλήνων Αστικολόγων 1995, σελ. 171, 173 επ. πρβλ. και Θ. Λιακόπουλο, ΔΕΕ 1995,820, 830· Ε. Περάκη, ΔΕΕ 1995,32· Ελ. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή ΙΙ, 1996, αρ. 17 και 24· Σκορίνη-Παπαρρηγοπούλου, ό.π. ανωτ., σελ. 91 επ.· Κοτσίρη, ΔΕΕ 2005,1128, 1130· αντίθ. ο Δέλλιος, ό.π. ανωτ., σελ. 240 επ., ο οποίος παραπέμπει και τον μικρέμπορο στην in concreto κρίση, παρά το γεγονός ότι μία γενική και αφηρημένη σύλληψη του τύπου αυτού είναι μία μάλλον εύκολη υπόθεση.

[34]. Για την κανονιστική αυτήν έννοια του νομοθετικού κενού Larenz/Canaris, Methodenlehre ... σελ. 191 επ.· C.W. Canaris, Die Feststellung von Lűcken im Gesetz, έκδ. 2η, 1983, σελ. 39· F. Bydlinski, σελ. 473· Rűthers, Rechtstheorie, αρ. 832 επ. BGH, JZ 2009, 518επ. σε μας βλ. ιδίως Π.Α. Παπανικολάου, Μεθοδολογία ... αρ. 329 επ.· Π. Φίλιο, Νομική Μεθοδολογία § 45 αλλά και Φ. Δωρή, Σκέψεις για τη διαπίστωση και πλήρωση των κενών στο δίκαιο, ΧρΙΔ 2003,577, 585 επ.

[35]. Ότι η τραπεζική συναλλαγή είναι το κατ’ εξοχήν πεδίο, όπου ανακύπτει σοβαρή η ανάγκη για προστασία του καταναλωτή από καταχρηστικούς ΓΟΣ, βλ. αντί πολλών Φ. Δωρή, ΝοΒ 52,729 επ. Ότι περαιτέρω και οι συμβάσεις που περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω (σημ. 4 και 11) Προτάσεως Οδηγίας (βλ. άρθρο 3 παρ. 2 αυτής), οι ρυθμίσεις της οποίας οικοδομούνται στην αναγκαστικού χαρακτήρα στενή έννοια του καταναλωτή, λέχθηκε ήδη (ανωτ. σημ. 11).

[36]. Για τη ρυθμιστική εμβέλεια της κατ’ ΑΚ 332 § 2 και 334 § 2 απαγορεύσεως των απαλλακτικών ρητρών που συνομολογήθηκαν χωρίς ατομική διαπραγμάτευση βλ. αντί πολλών Παπανικολάου/Χριστοδούλου, Το νέο δίκαιο της ευθύνης του πωλητή, 2003, αρ. 929 επ., 946.

[37]. Έτσι ιδίως Δέλλιος, ό.π. ανωτ., σελ. 228 επ. πρβλ. επίσης Ε. Περάκη, ΔΕΕ 1995,32, 34· Καράκωστα, ό.π. ανωτ. σελ. 71 επ.· Μεντή, ΓΟΣ σελ. 13 επ.· Σκορίνη-Παπαρρηγοπούλου, ό.π. ανωτ. σελ. 91 επ. Αντίθ. ο Φ. Δωρής, ό.π. ανωτ., σελ. 750 επ., που με συνέπεια, από τη σκοπιά του, υποστηρίζει την in abstracto ένταξη του εμπόρου στην κατ’ άρθρο 1 § 4 στοιχ. α΄ του Ν 2251/1994 γενική έννοια του καταναλωτή.

[38]. Εγγύτερα για το ζήτημα αυτό Π.Α. Παπανικολάου, Περί των ορίων ..., σελ. 142 επ., 389 επ. και Μεθοδολογία ... αρ. 396, 403. Η σχετικά πρόσφατη νομολογία του ΑΠ δέχεται, ως γνωστόν, τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 281 και επί του θεσμού της συμβάσεως, κατά την άσκηση δηλ. της συμβατικής ελευθερίας, αλλά μόνον όσον αφορά στην ενάσκηση αυτής με χρήση ΓΟΣ και εφόσον ο υποβαλλόμενος σ’ αυτούς πελάτης είναι καταναλωτής· βλ. λ.χ. ΑΠ Ολ 15/2007 ΕλλΔνη 48,985· ΑΠ 11/2006 ΕΕμπΔ ΝΖ΄,380· ΑΠ 1987/2006 ΕΕμπΔ ΝΘ΄, 105· ΑΠ 296/2001 ΝοΒ 50,332· ΑΠ 1219/2001 ΝοΒ 50,354.

[39]. Πρβλ. λ.χ. ΑΠ 989/2004 ΕλλΔνη 47,1671· Δέλλιο, Προστασία των Καταναλωτών ..., σελ. 224 επ., 242 επ.· Σταθόπουλο, ό.π. ανωτ. (σημ. 22), σελ. 22, 40· Απ. Γεωργιάδη, Νέες Μορφές Συμβάσεων ... αρ. Β 218 επ.· Καράκωστα, ό.π. ανωτ. (σημ. 21), σελ. 71 επ. κι ακόμη Ε. Περάκη, ΔΕΕ 1995,33· Ελ. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Προστασίας ... αρ. 19 επ. κυρίως δε Φ. Δωρή, ΝοΒ 52, 729, 733 επ. που από την ευρύτατη, κατ’ αυτόν, έννοια του τελικού αποδέκτη εξαιρεί μόνο τον -ουσιαστικά μη δυνάμενο, ωστόσο, να υπάρξει στον τομέα της τραπεζικής συναλλαγής- «ενδιάμεσο αποδέκτη» (σελ. 744 επ.).

[40]. Αυτό το δέχεται, όπως είναι φυσικό, και ο Φ. Δωρής, ΝοΒ 52,744 επ. πρβλ. επίσης Σταθόπουλο, ό.π. ανωτ., σελ. 39 επ.· Σκορίνη-Παπαρρηγοπούλου, ό.π. ανωτ.· Δέλλιο, ό.π. ανωτ., σελ. 242 επ.

[41]. Πρβλ. Ε. Περάκη, ό.π. ανωτ. (σημ. 21), άρθρο 1 αρ. 71 επ. αντίθ. όμως οι Φ. Δωρής, ό.π. ανωτ. και Δέλλιος, ό.π. ανωτ. Πέραν του αναγκαίου -και γλωσσικά επιτρεπτού- βαίνει εξ άλλου η ερειδόμενη επί της «οικονομικής λειτουργίας» των αγαθών σύλληψη της έννοιας του καταναλωτή από τον Γ. Μεντή, ΓΟΣ, σελ. 9 επ. στο μέτρο που αποκλείει από την γενική, κατ’ άρθρο 1 § 4 στοιχ. α΄ του Ν 2251/1994, έννοια του καταναλωτή και κάθε επαγγελματία που αποκτά το αγαθό για σκοπούς συνεχόμενους με την επαγγελματική του δραστηριότητα. Εισφέρει όμως εκεί ο Μεντής στη σχετική συζήτηση το πολύτιμο δικαιοσυγκριτικής φύσεως επιχείρημα ότι και στον ισπανικό νόμο για την προστασία των καταναλωτών (της 19.7.84) -που φαίνεται να είναι ο μόνος ίσως με αντίστοιχο ορισμό του καταναλωτή (Δέλλιος, ό.π. ανωτ. σελ. 224 επ.)- δεν θεωρείται τελικός αποδέκτης εκείνος ο οποίος «εντάσσει» το αγαθό ή την υπηρεσία στη δική του επιχείρηση (άρθρο 1 ΙΙ).

[42]. Πρβλ. και ΕφΑθ 3884/2006 ΕλλΔνη 48,303, 305. Από την άποψη αυτήν είναι φανερό ότι ούτε κάποια συσταλτική ερμηνεία ή τελολογική συστολή είναι αναγκαία για τον ρεαλιστικά επιβαλλόμενο αυτόν περιορισμό στον κύκλο των προστατευτέων προσώπων (έτσι όμως Δέλλιος, ό.π. ανωτ.) ούτε η καταφυγή στη γενική ρήτρα του άρθρου 281 ΑΚ αποτελεί την προσήκουσα εν προκειμένω δογματική οδό (πρβλ. ωστόσο Ε. Περάκη, ΔΕΕ 1995,34· Ι. Καράκωστα, ό.π. ανωτ. σελ. 73 επ.).

[43]. Βλ. την Εισ. Έκθ. του Ν 3587/2007 υπό Ι Α.

[44]. Σχετικά πρβλ. αντί πολλών Φ. Δωρή, ΝοΒ 52, 729, 734 επ. Δεν προκύπτει όμως από την Εισ.Έκθ. του νόμου και θετική επέκταση της σκοπούμενης μ’ αυτόν προστασίας και στους εμπόρους εν γένει, πράγμα ωστόσο που, ακριβώς επειδή οδηγεί σε απόκλιση από τη συνήθη στον κοινωνό του δικαίου νοηματική παράσταση, θα έπρεπε μάλλον να έχει διατυπωθεί ρητά. Ότι κατά τα λοιπά η ύπαρξη μιας τέτοιας προθέσεως θα σήμαινε μετατροπή των σχετικών ρυθμίσεων από ειδικό δίκαιο του καταναλωτή σε παράλληλα προς τον ΑΚ ισχύον σύστημα γενικών διατάξεων (βλ. Ε. Περάκη, ΔΕΕ 1995,33· τον Ίδιο, Δίκαιο Προστασίας ... άρθρο 1 αρ. 90) αποτελεί ένα αντικειμενικό - τελολογικό κριτήριο που υπερβαίνει τη ρυθμιστική πρόθεση του ιστορικού νομοθέτη, που ήθελε απλώς να μην αποκλείονται από την προστασία του νόμου «ευρύτατες κατηγορίες» προσώπων.

[45]. Πρβλ. λ.χ. Λιακόπουλο, ΔΕΕ 1995,289 επ.· Λ. Κοτσίρη, ΔΕΕ 2005,1128 επ. τον οποίο ακολουθεί και η ΕφΑθ 3884/2006 ΕλλΔνη 48,303, 305· Σκορίνη-Παπαρρηγοπούλου, σελ. 84. Σημειωτέον ότι ο Άρειος Πάγος σταθερά προβαίνει σε διόρθωση του γράμματος του Ν 2251/1994 (άρθρο 2 § 6) όσον αφορά στην δια της ερμηνευτικής οδού προσθήκη του στοιχείου της «ουσιώδους» στην προβλεπόμενη από το κείμενο της διατάξεως αυτής «διατάραξη» της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών εις βάρος του καταναλωτή, επικαλούμενος την ανάγκη εναρμονίσεως του κανονιστικού περιεχομένου της διατάξεως αυτής προς τη διάταξη του άρθρου 3 § 1 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, όπου προβλέπεται ότι η ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών πρέπει να είναι «σημαντική», ακολουθώντας δε προς τον σκοπό αυτόν -αλλ’ ελλείψει εν προκειμένω ορισμένης κατηγορίας περιπτώσεων, πρόσφορης να αποτελέσει αντικείμενο αυτοτελούς κανόνα, θεσπίζοντος την αναγκαία εξαίρεση, μάλλον αδόκιμα και επί πλέον κατά παράβαση της αρχής της αυτονομίας του κειμένου (Π.Α. Παπανικολάου, Μεθοδολογία ... αρ. 48 επ.)- την μέθοδο της «τελολογικής συστολής»· βλ. λ.χ. ΑΠ Ολ 15/2007 ΕλλΔνη 48,985· ΑΠ 1987/2006 ΕΕμπΔ ΝΘ΄, 105.

[46]. Βλ. λ.χ. την υπ’ αριθμ. 12 σκέψη του προοιμίου της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, γενικότερα δε για τη δυνατότητα του εθνικού νομοθέτη να παρέχει και στον έμπορο την προβλεπόμενη από το εσωτερικό δίκαιο της χώρας του για τον καταναλωτή ατομική προστασία, έστω και αν ο έμπορος δεν θεωρείται καταναλωτής βάσει της περιεχόμενης στην αντίστοιχη Οδηγία ρυθμίσεως, πρβλ. ιδίως ΔΕΚ στην υπόθεση Di Pinto της 14.3.1991 ΝοΒ 40,951· όπου όμως επρόκειτο για την εφαρμογή της επίσης -ελάχιστης εναρμονίσεως - Οδηγίας 85/577/ΕΟΚ για τη σύναψη συμβάσεων εκτός του εμπορικού καταστήματος· σχετικά βλ. αντί πολλών Σκορίνη-Παπαρρηγοπούλου, σελ. 4 επ. και γενικότερα Ε. Περάκη, Δίκαιο Προστασίας ... άρθρο 1 αρ. 89. Ότι διαφορετικά πάντως έχει το πράγμα στην περιέχουσα και αναθεώρηση της Οδηγίας 93/13 ανωτέρω (σημ. 4) Πρόταση Οδηγίας λέχθηκε ήδη (σημ. 11 και 21).

[47]. Έτσι κυρίως Σταθόπουλος, ό.π. ανωτ. (σημ. 22) σελ. 41-42· Φ. Δωρής, ΝοΒ 52,729, 730 επ.· Δέλλιος, Ατομική και Συλλογική Προστασία ... αρ. 73, αλλά και Ε. Περάκης, ό.π. ανωτ. και ΔΕΕ 1995,33· πρβλ. επίσης Αλεξανδρίδου, ΝοΒ 55,1493, 1494· αντίθ. ωστόσο Κοτσίρης, ΔΕΕ 2005,1128. Η νομολογία όμως του ΔΕΚ κατά την συγκεκριμενοποίηση της αρχής της ελάχιστης εναρμονίσεως αναφορικά με την έννοια του καταναλωτή δεν αποκλείει αντίθετη προς την δική του ερμηνεία της εθνικής διατάξεως και κατά τούτο δεν αναπτύσσει όπως συνήθως λέγεται, «ενέργεια αποκλεισμού» (Sperrwirkung)· σχετικά βλ. αντί πολλών MűnchKomm-Micklitz, §13 αρ. 22.

[48]. Έτσι Δέλλιος, Προστασία των Καταναλωτών ... ΙΙ, σελ. 234 επ. πρβλ. επίσης Π.Α. Παπανικολάου, Περί των ορίων ..., σελ. 362 επ.· περαιτέρω δε και άρθρο 3 § 2 εδ. γ΄ της Οδηγίας 93/13.

[49]. Εγγύτερη ανάλυση του συστήματος εκείνου βλ. ιδίως στον Φ. Δωρή, ΝοΒ 52,729, 734 επ. Ότι π.χ. ως καταναλωτής στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 είναι μάλλον απίθανο να δρα οργανωμένη σε νομικό πρόσωπο επιχείρηση βλ. αντί πολλών Σκορίνη-Παπαρρηγοπούλου, σελ. 80 επ.

[50]. Προς την κατεύθυνση αυτήν πρβλ. ήδη Ε. Περάκη, Δίκαιο Προστασίας ... άρθρο 1 αρ. 86 επ. γενικότερα πρβλ. και Δέλλιο, Ατομική και Συλλογική Προστασία ... αρ. 72.

[51]. Πρβλ. και Αλεξανδρίδου, ΝοΒ 55,1493, 1497.

[52]. Από τη σκοπιά αυτήν ουσιαστική ανάγκη καταφυγής στην περιεχόμενη στην Εισηγητική Έκθεση του Ν 2251/1994 (στην αρχική του μορφή) «Οδηγία Χρήσεως» με βάση το κριτήριο της «αντίστοιχης νομοθετικής ρυθμιστικής ανάγκης», προκειμένου να επιτευχθεί η περιστολή του πεδίου εφαρμογής της γενικής έννοιας του καταναλωτή σε συμβατικές καταστάσεις όπου η ανάγκη προστασίας ελλείπει (βλ. τη σχετική πρόταση Περάκη, ό.π. ανωτ. αρ. 90 και ΔΕΕ 1995,32, 33), δεν υπάρχει εν προκειμένω καμμία, αφού η ερμηνευτική προσέγγιση της έννοιας αυτής συντελείται εδώ σε κοινωνικοτυπικό επίπεδο (in abstracto). Και τούτο πέραν της προφανούς αοριστίας που ενέχει το κριτήριο αυτό, με συνέπεια να παρίσταται εντελώς απρόσφορο να καθοδηγήσει τον ερμηνευτή στην αναζήτηση λειτουργικά κατάλληλων κριτηρίων διαφοροποιήσεως. Τη μόνη ίσως διάγνωση που επιτρέπει η ρήτρα αυτή -και κατά τούτο ο Περάκης έχει δίκαιο- είναι η παρώθηση του ερμηνευτή να μην εκλάβει άκριτα τον γενικό ορισμό του καταναλωτή στη λεκτική απολυτότητά του.

[53]. Έτσι Σταθόπουλος, Κοινοτικό Αστικό ..., σελ. 40· Απ. Γεωργιάδης, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2001, παρ. 3 αρ. 86· Δεσποτίδου, ό.π. ανωτ. (σημ. 24), σελ. 76 επ.· πρβλ. ωστόσο και Δέλλιο, Προστασία των Καταναλωτών ..., σελ. 28 επ. και 242 επ.· επίσης Φ. Δωρή, ΝοΒ 52,729, 747.

[54]. Για την εξέλιξη αυτήν, που θέλει την έννοια του καταναλωτή να προσδιορίζεται πλέον από τη λειτουργία του ως ενός υποκειμένου της εσωτερικής αγοράς, που δεν είναι βέβαια πλήρως διαφωτισμένο αλλ’ ούτε και δομικά κατώτερο, έχει όμως αυτοπεποίθηση και εύλογες προσδοκίες κατά την επιτέλεση του ρόλου του, σύλληψη που προσιδιάζει μόνο στο φυσικό πρόσωπο-ιδιώτη, βρίσκεται δε εγγύτερα προς τις παραστάσεις του ΑΚ, βλ. αντί πολλών MűnchKomm-Micklitz, vor §§13, 14 αρ. 76 επ., 95 επ.

[55]. Βλ. αντί πολλών Δέλλιο, ό.π. ανωτ.

[56]. Εγγύτερη ανάλυση του ζητήματος αυτού βλ. σε Π.Α. Παπανικολάου, Περί των ορίων ..., σελ. 335 επ. Ακόμη ενδελεχέστερη εκείνη του Δέλλιου, ό.π. ανωτ. σελ. 31 επ. και passim που καταλήγει στη διάγνωση ότι η προστασία του καταναλωτή από καταχρηστικούς ΓΟΣ αξιολογικά αποτελεί προστασία ενός «συνόλου καταστάσεων» που παριστούν μεγέθη «κινητά» με την έννοια του W. Wilburg, συγκροτούντα εν τέλει ένα -σπουδαίας καθοδηγητικής λειτουργίας στην πράξη- κινητό σύστημα κριτηρίων προστασίας. Πρβλ. και Φ. Δωρή, ΝοΒ 52,729, 738 επ.· περαιτέρω δε και Larenz/Wolf, AllTeil §43 αρ. 1.

[57]. Έτσι ιδίως Π.Α. Παπανικολάου, ό.π. ανωτ., σελ. 191 επ., 227 επ., 335 επ.· πρβλ. επίσης Δέλλιο, ό.π. ανωτ., σελ. 31 επ., 224 επ. κι ακόμη Φ. Δωρή, ΝοΒ 52,739. Περαιτέρω πρβλ. και Larenz/Wolf, AllTeil §43 αρ. 1. Την αυθεντικότερη ωστόσο διάγνωση του παράγοντος που προκαλεί εδώ τη διάβρωση της συμβατικής ελευθερίας του πελάτη και δημιουργεί την ανάγκη προστασίας του, παρέχει η νομολογία του ΔΕΚ, σύμφωνα με την οποία «ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση σε σχέση προς τον επαγγελματία, όσον αφορά τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης όσο και το επίπεδο πληροφόρησης, θέση η οποία τον υποχρεώνει να προσχωρήσει στους όρους που έχει εκ των προτέρων καταρτίσει ο επαγγελματίας, χωρίς να μπορεί να ασκήσει επιρροή επί του περιεχομένου τους»· ΔΕΚ της 27.6.2000, υπόθεση Oceano Grupo Editorial SA κατά Rocio Murciano Quintero· και εντελώς πρόσφατα ΔΕΚ της 6.10.2009, υπόθεση Asturcom Telecomunicationes SL κατά Maria Christina Rodriguez Nogueira· βλ. και Κοτσίρη, ΔΕΕ 2005,1129, περαιτέρω δε και MűnchKomm-Micklitz, vor §§13, 14 αρ. 69.

[58]. Έτσι ήδη Π.Α. Παπανικολάου, Περί των ορίων ..., σελ. 191 επ., 227 επ., 335 επ.· βλ. επίσης Φ. Δωρή, ΝοΒ 52,738 επ. Την νομοθετική αυτήν επιλογή υπέρ της εφαρμογής των περί ΓΟΣ μόνον (όχι και απλώς προδιατυπωμένων όρων) διατάξεων και στις αμφιμερώς εμπορικές συμβάσεις βρίσκουμε αποτυπωμένη ιδίως στην § 310 του γερμΑΚ, με την βασική ιδιοτυπία ότι στην περίπτωση αυτήν -παρά το γεγονός ότι κι εδώ η διαπραγματευτική μειονεξία του υποβαλλόμενου στους ΓΟΣ συμβαλλομένου τεκμαίρεται- έχει εφαρμογή μόνον η γενική περί καταχρηστικότητας ρήτρα της § 307 όχι δε και οι περιέχουσες τον κατάλογο των απαγορευόμενων όρων §§ 308 και 309· βλ. σχετικά Larenz/Wolf, AllTeil §43 αρ. 15, 21 επ., 59 επ.

[59]. Η διάκριση αυτή, καθώς λέχθηκε ήδη, αποτελεί τη βάση, επί της οποίας οικοδομείται το σύστημα προστασίας που καθιδρύει η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ για τις καταχρηστικές ρήτρες, η ορθότητα δε της βάσεως αυτής έχει επανειλημμένως επιβεβαιωθεί από τη σχετική νομολογία του ΔΕΚ· ενώ τώρα προσλαμβάνει αναγκαστικό χαρακτήρα με την επαναρύθμιση και των καταχρηστικών ρητρών στην ανωτέρω (σημ. 4) Πρόταση Οδηγίας· βλ. σχετικά Κοτσίρη, ΔΕΕ 2005,1128 επ. και MűnchKomm-Micklitz, ό.π. ανωτ. αρ. 31 επ. Άξιο ιδιαίτερης ωστόσο μνείας είναι το γεγονός ότι, ενώ τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη ακολουθούν εν προκειμένω την ανωτέρω θεμελιώδη διάκριση (βλ. σχετικά Wolf/Horn/Lindacher, AGBG, Art. 3 RiLi αρ. 2, 12), το ίδιο δεν συμβαίνει και με το Draft Common Frame of Reference, η ρυθμιστική πρόταση του οποίου (άρθρα ΙΙ - 1: 109-110, ΙΙ - 9: 103 και ΙΙ - 9: 401 επ.) είναι προσανατολισμένη προς το γερμανικό μάλλον πρότυπο.

[60]. Εγγύτερα για την έννοια της «συζεύξεως» αυτής Π.Α. Παπανικολάου, Περί των ορίων ..., σελ. 227 επ.

[61]. Πρβλ. ως προς την εξαίρεση αυτής από τον κύκλο των δεομένων προστασίας προσώπων και Ε. Περάκη, Δίκαιο Προστασίας ... άρθρο 1 αρ. 86 επ., 92 επ. επί τη βάσει όμως εκεί του άρθρου 281 ΑΚ, το οποίο ωστόσο, ως ρήτρα επιεικείας αναπτύσσει την juris civilis corrigendi λειτουργία του μόνον in concreto, επί τη βάσει δηλ. των ειδικών συνθηκών της κρινόμενης ατομικής περιπτώσεως, πράγμα που -καίτοι πάντοτε, από τη φύση της διατάξεως αυτής, δυνατόν- δεν ενδείκνυται εν προκειμένω. Και τούτο όχι λόγω του κινδύνου που ενέχει τάχα η καταφυγή στη γενική αυτή ρήτρα για την ασφάλεια του δικαίου (πρβλ. λ.χ. Λιακόπουλο, ΔΕΕ 1995,820, 830 και Δωρή, ΝοΒ 52,729, 750 επ.), αλλά λόγω της σαφούς κοινωνικής τυπικότητας που εμφανίζει το κριτήριο της μεγάλης επιχειρήσεως, εντεύθεν δε και της μεθοδολογικής προσφορότητας του να δικαιολογήσει την εξαίρεση από τον κανόνα του άρθρου 1 § 4 στοιχ. α) του Ν 2251/1994 -για την περίπτωση που θα εθεωρείτο ότι το γράμμα της διατάξεως αυτής καλύπτει και οποιαδήποτε επιχείρηση- διά της οδού της «τελολογικής συστολής»· υπέρ της μεθοδολογικής αυτής προσεγγίσεως και Δέλλιος, Προστασία των Καταναλωτών ..., σελ. 243 επ., 251 επ., ο οποίος όμως στο κριτήριο της κοινωνικοτυπικής προσφορότητας της ερευνώμενης εδώ κατηγορίας επιχειρήσεων να αποτελέσουν αντικείμενο ενός in abstracto ισχύοντος εξαιρετικού κανόνα, που είναι το μόνο αποφασιστικό lege artis για τη διάκριση μεταξύ επικλήσεως του άρθρου 281 ΑΚ και τελολογικής συστολής (βλ. σχετικά Π.Α. Παπανικολάου, Μεθοδολογία ... αρ. 375 επ. και Larenz/Canaris, Methodenlehre ..., σελ. 210 επ.), προσθέτει, χωρίς αποχρώντα λόγο, κι εκείνο του τρόπου προβολής της εκ του άρθρου 281 ενστάσεως ενώπιον του δικαστηρίου, με την έννοια ότι το βάρος αυτής θα έπιπτε στον αντισυμβαλλόμενο της μεγάλης επιχειρήσεως προμηθευτή, πράγμα που δεν ανταποκρίνεται στην ερευνώμενη εδώ κατάσταση συμφερόντων.

[62]. Πρβλ. ήδη Π.Α. Παπανικολάου, Στον Τόμ. Α΄ Συνεδρ. Αστικολόγων ..., σελ. 174 επ., επίσης Κοτσίρη, ΔΕΕ 2005,1130· Περάκη, ό.π. ανωτ. αρ. 88. Για την προβληματική ειδικότερα της ελλείψεως μιας Geschäftskompetenz επί καταρτίσεως, από επιχειρηματία, συμβάσεων που δεν συνδέονται ευθέως με τον δικό του επαγγελματικό χώρο πρβλ. ιδίως Σκορίνη-Παπαρρηγοπούλου, σελ. 87 επ. Για το ζήτημα περαιτέρω αν στην στενή έννοια του καταναλωτή μπορούν να θεωρηθούν ότι εμπίπτουν και νομικά πρόσωπα που δεν ασκούν επιχείρηση (π.χ. Σωματεία, Ιδρύματα κ.λπ.) βλ. MűnchKomm-Micklitz, §13 αρ. 10 επ.

[63]. Αντί πολλών Δέλλιος, ό.π. ανωτ., σελ. 242 επ.

[64]. Ότι ο συνήθως χρησιμοποιούμενος εν προκειμένω όρος «έλλειμμα» αντί για «έλλειψη» (βλ. λ.χ. Δέλλιο, ό.π. ανωτ., σελ. 31 επ.), κατ’ απόδοση της γερμανικής λέξεως Defizit, δεν είναι δόκιμος, αφού εδώ επιδιώκεται να δηλωθεί η απουσία ενός στοιχείου που είναι αναγκαίο ή γενικότερα επιθυμητό, βλ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (στη λέξη «έλλειψη»).

[65]. Π.Α. Παπανικολάου, Μεθοδολογία ... αρ. 234 επ., Larenz/Canaris, Methodenlehre ..., σελ. 250 επ.· πρβλ. ωστόσο και τη νομολογία του ΑΠ αναφορικά με τον όρο «διατάραξη» στο άρθρο 2 § 6 του Ν 2251/1994, ανωτ. σημ. 45.

[66]. Βλ. ανωτ. σημ. 61 και 63.

[67]. Βλ. σχετικά Π.Α. Παπανικολάου, ό.π. ανωτ. αρ. 255· Larenz/Canaris, ό.π. ανωτ. σελ. 158 επ.· Rűthers, Rechtstheorie αρ. 952 επ.

[68]. Ελ. Αλεξανδρίδου, ΝοΒ 55, 1493, 1497· Ε. Περάκης, ό.π. ανωτ. αρ. 57.

[69]. Έτσι και ΔΕΚ της 17.3.1998, υπόθεση Dietzinger, ΕλλΔνη 39,731. Για το αν κατ’ αυτόν τον τρόπο η γενική έννοια του καταναλωτή στην ανωτέρω διάταξη θα καταστεί από κανόνας εξαίρεση (πρβλ. σχετικά Ε. Περάκη, Δίκαιο Προστασίας ... άρθρο 1 αρ. 57), μικρή έχει εν προκειμένω σημασία, ενόψει μάλιστα και του γεγονότος ότι επίκειται η καθολική επιβολή της στενής έννοιας του καταναλωτή κατά την αναθεώρηση του σχετικού κοινοτικού κεκτημένου βάσει της ανωτέρω (σημ. 4 και 11) Προτάσεως Οδηγίας.

[70]. Για το τυπολογικό αυτό χαρακτηριστικό του εγγυητή πρβλ. ιδίως Ζέπο, ΕρμΑΚ Εισαγ. παρατηρ. άρθρα 847-871 αρ. 21 επ.· Απ. Γεωργιάδη, ΕιδΕνοχΔίκ ΙΙ παρ. 20 αρ. 82· Γ. Καλλιμόπουλο, Σωρευτική αναδοχή χρέους και εγγύηση, ΝοΒ 33 (1985),1516, 1520 επ.

[71]. Ορθώς κατά τούτο Γ. Δέλλιος, Ατομική και Συλλογική Προστασία ... αρ. 89 επ. Για την αρχή του παρεπομένου στον θεσμό της εγγυήσεως βλ. αντί πολλών Απ. Γεωργιάδη, ΕιδΕνοχΔίκ ΙΙ παρ. 20 αρ. 14 επ., 75 επ., 86 επ.

[72]. Πρβλ. λ.χ. Γ. Δέλλιο, ό.π. ανωτ.· Μιχ. Σταθόπουλο, ΕΕΕυρ Δ 2003,536 επ.· Απ. Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2001, § 47 αρ. 87 επ.

[73]. Έτσι ωστόσο Δέλλιος, ό.π. ανωτ.· Απ. Γεωργιάδης, ό.π. ανωτ. αρ. 86· επίσης MűnchKomm-Micklitz, §13 αρ. 22. Ορθώς αντίθετα έκρινε το ΔΕΚ στην ανωτέρω (σημ. 69) μνημονευόμενη απόφασή του.

[74]. Πρβλ. και Περάκη, ό.π. ανωτ. αρ. 84.

[75]. Σχετικά βλ. ιδίως Π.Α. Παπανικολάου, Μεθοδολογία ... αρ. 251 επ.· Π. Φίλιο, Νομική Μεθοδολογία § 47· πρβλ. επίσης K. Engisch, Εισαγωγή στη νομική σκέψη (μετάφρ. Δ. Σπινέλλη), 1981, σελ. 191 επ. και Larenz/Canaris, Methodenlehre ..., σελ. 155 επ.

[76]. Πρβλ. λ.χ. BGH NJW 1996, 55.

[77]. Ότι από την Οδηγία αυτή δεν καλύπτεται καν ως άξιο προστασίας με τη νομοθεσία για τον καταναλωτή πρόσωπο ο εγγυητής σε σύμβαση καταναλωτικής πίστεως βλ. αντί πολλών Περάκη, ό.π. ανωτ. αρ. 82 με αναφορά και στη σχετική νομολογία του ΔΕΚ (απόφαση της 23.3.2000 στην υπόθεση Berliner Kindl, ΔΕΕ 2000,1111). Για την προσπάθεια, που παρέμεινε ωστόσο τελικά ατελέσφορη, να συμπεριληφθεί στην Οδηγία αυτήν πρόβλεψη για επέκταση της προβλεπόμενης για τον καταναλωτή προστασίας και στον εγγυώμενο για πίστωση που χορηγείται για επαγγελματικούς σκοπούς, αρκεί ο εγγυητής να ενεργεί με σκοπό μη επαγγελματικό, βλ. ιδίως Δέλλιο, ό.π. ανωτ. αρ. 91 σημ. 224.

[78]. Ότι η αρχή αυτή μάλιστα είναι αναγκαστικού δικαίου βλ. Ζέπο, ΕρμΑΚ Εισαγ. 847-870 αρ. 10· Απ. Γεωργιάδη, ΕιδΕνοχΔίκ ΙΙ παρ. 20 αρ. 75· Βρέλλη, ό.π. ανωτ. αρ. 5.

[79]. Σχετικά με την ποσοτική αυτή διαφορά βλ. αντί πολλών Δέλλιο, Προστασία ... ΙΙ, σελ. 228 επ.

[80]. Βλ. σχετικά Αλ. Μεταλληνό, Η σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνεία, Ενθύμημα Άλκη Αργυριάδη, 1996, σελ. 607, 611 επ.· Π.Α. Παπανικολάου, Μεθοδολογία ... αρ. 277 επ. Πρβλ. επίσης Ν. Σκανδάμη, Ευρωπαϊκό Δίκαιο και Στοιχεία ελληνικού δικαίου προσαρμογής, 1994, αρ. 329· Απ. Γεωργιάδη, ΓενΑρχ § 6 αρ. 51 επ.· Π. Λαδά, ΓενΑρχ § 6 αρ. 35 επ.· Παπαρσενίου, ό.π. ανωτ. (σημ. 18), σελ. 114 επ. Επίσης Β. Rűthers, Rechtstheorie, έκδ. 2η, 2005, αρ. 766 επ. ΔΕΚ στην υπόθεση Colson και Kamman κατά Nordrhein - Westphallen (της 10.4.1984)· ΔΕΚ στην υπόθεση Océano Grupo Editorial S.A. κατά Rocio Murciano Quintero κ.ά. (της 27.6.2000)· ΔΕΚ στην υπόθεση Pfeiffer κ.ά. κατά Deutsches Rotes Kreuz (της 5.10.2004)· BGH JZ 2009, 518.

[81]. Σχετικά βλ. ιδίως Larenz-Canaris, Methodenlehre der Rechtswissenschaft, έκδ. 3η, 1995, σελ. 187 επ.· F. Bydlinski, Juristische Methodenlehre, σελ. 467 επ.· Kramer, Juristische Methodenlehre, έκδ. 2η, 2005, σελ. 47 επ. σε μας δε Απ. Γεωργιάδη, ΓενΑρχ § 6 αρ. 39 επ.· Π. Φίλιο, Νομική Μεθοδολογία, § 34 επ. και 44 επ.· Π.Α. Παπανικολάου, Μεθοδολογία ... αρ. 325 επ., αρ.

[82]. Για τη σχετική εξέλιξη βλ. αντί πολλών H.P. Westermann, ΕλλΔνη 51,1 επ.

[83]. Πρβλ. C.W. Canaris, Festschr. fűr Bydlinski, 2002, σελ. 47, 81 επ.· Gsell, JZ 2009, 522, 523· BGH JZ 2009, 518, 520· ΔΕΚ στην υπόθεση Αντενέλερ κατά Ελληνικού Οργανισμού Γάλακτος (της 4.7.2006, [= JZ 2007, 187 με σχόλιο του Franzen]).

[84]. Για την προγενέστερη «στρατηγική της ελάχιστης ενσωματώσεως» βλ. ιδίως Αλεξανδρίδου, ό.π. ανωτ. αρ. 30 επ. πρβλ. επίσης MűnchKomm-Micklitz, vor §§13, 14 αρ. 32 επ.· Möllers, JZ 2002, 121, 126 και B. Gsell, JZ 2009, 522.

[85]. Τον φόβο αυτόν εκφράζουν ιδίως οι B. Gsell, JZ 2009, 522, και H.P. Westermann, ό.π. ανωτ.· πρβλ. επίσης Schűrnbrand, JZ 2007, 910, 913 και Herdegen, WM 2005, 1924, 1929.

[86]. Ως χρονικό όριο για τη μεταφορά της Οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών-μελών τάσσεται, στο άρθρο 27 αυτής, η 12η Μαΐου 2010.

[87]. Από τη σκοπιά αυτή θα μπορούσε ίσως κανείς να καταφύγει εν προκειμένω ακόμη και στην επίκληση μιας τεκμαιρόμενης βουλήσεως του νομοθέτη για μιαν ορθή ενσωμάτωση της περιεχόμενης στην Οδηγία ρυθμίσεως· πρβλ. και ΔΕΚ στην υπόθεση Pfeiffer κ.ά. κατά Deutsches Rotes Kreuz (της 5.10.2004) NJW 2004, 3547· περαιτέρω δε και H.P. Westermann, ΕλλΔνη 51,1 επ.

[88]. Κριτικά έναντι του ειδικού αυτού νομοθετήματος, από τη σκοπιά ακριβώς της ελλείψεως ικανής συστηματικής συνοχής, Π.Α. Παπανικολάου, Σκέψεις πάνω στον νέο νόμο (Ν 3587/2007) για την προστασία των καταναλωτών, ΕλλΔνη 49 (2008),660, 663 επ.· πρβλ. επίσης Αλεξανδρίδου, ΝοΒ 55,1493, 1497 επ.

[89]. Γ. Μπαλής, ΓενΑρχ παρ. 7· Απ. Γεωργιάδης, ΓενΑρχ § 6 αρ. 13· Φίλιος, ό.π. ανωτ. § 35 επ.· Π.Α. Παπανικολάου, ό.π. ανωτ. αρ. 220 επ.· Larenz-Canaris, ό.π. ανωτ. σελ. 149 επ.· F. Bydlinski, Juristische Methodenlehre und Rechtsbegriff, έκδ. 2η, 1991, σελ. 449 επ.· Rűthers, Rechtstheorie, αρ. 778 επ.· Kramer, Juristische Methodenlehre, σελ. 104 επ.

[90]. Έτσι σε μας Απ. Γεωργιάδης, ό.π. ανωτ. αρ. 10· Π. Φίλιος, ό.π. ανωτ. § 44 Β· Φ. Δωρής, Εισαγωγή στο Αστικό Δίκαιο, Τεύχ. Α΄, 1991, σελ. 166 επ.· Π.Α. Παπανικολάου, ό.π. ανωτ. αρ. 175 επ. Περαιτέρω βλ. ιδίως Larenz-Canaris, ό.π. ανωτ. σελ. 141 επ.· Staudinger/Coing/Honsell, Einleitung zum BGB, 2005, VIII 4· F. Bydlinski, ό.π. ανωτ. σελ. 437 επ.· πρβλ. και BGH JZ 2009, 518, 520. Υπέρ της σαφώς διαγνωστής βουλήσεως του ιστορικού νομοθέτη ως απωτάτου ορίου μιας υπερβαίνουσας το γράμμα του νόμου ερμηνείας BVerfG E 101, 312, 329· 98, 17, 45· πρβλ. και Gsell, JZ 2009, 522, 523.

[91]. Πρβλ. και Αλεξανδρίδου, ΝοΒ 55,1493, 1497.

[92]. Πρβλ. λ.χ. άρθρο 4α αναφορικά με τη Σύμβαση χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από απόσταση· σχετικά με την στενή έννοια του καταναλωτή στον συμβατικό αυτόν τύπο Δεσποτίδου, ό.π. ανωτ. (σημ. 24) σελ. 73 επ. με προφανή πάντως διάθεση για εύκολο παραμερισμό τόσο του γράμματος της διατάξεως όσο και της -εντελώς νωπής και σύμφωνης με το Κοινοτικό Δίκαιο- αξιολογικής αποφάνσεως του ιστορικού νομοθέτη, στάση κατ’ αρχήν μεθοδολογικά ανεπίτρεπτη.

[93]. Πρβλ. την Αιτ. Έκθ. του Ν 3587/2007 αναφορικά με το άρθρο 1 (in fine) και βέβαια τη φράση «Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του παρόντος νόμου» στο κείμενο του άρθρου 1 § 4 του νόμου αυτού. Σχετικά με την επιφύλαξη αυτή βλ. Ε. Περάκη, Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή, άρθρο 1 αρ. 27· Ελ. Αλεξανδρίδου, ΝοΒ 55,1493, 1494.

[94]. Για την ακριβή έννοια της εναρμονισμένης με το Κοινοτικό Δίκαιο ερμηνείας βλ. ιδίως Αλ. Μεταλληνό, ό.π. ανωτ. (σημ. 80)· Π.Α. Παπανικολάου, Μεθοδολογία ... αρ. 277 επ.· επίσης Απ. Γεωργιάδη, ΓενΑρχ παρ. 6 αρ. 51 επ.· Παπαρσενίου, ό.π. ανωτ. (σημ. 18) σελ. 91 επ.· περαιτέρω δε και Höpfner, ό.π. ανωτ. (σημ. 19).

[95]. Ότι η Οδηγία αυτή είναι «πλήρους εναρμονίσεως» βλ. αντί πολλών B. Gsell, JZ 2009, 522 σημ. 5 και Gsell/Schellhase, JZ 2009, 20 επ. Ότι η πλήρης εναρμόνιση καταλαμβάνει και την έννοια του καταναλωτή MűnchKomm-Micklitz, vor §§13, 14 αρ. 38 επ.

[96]. Έτσι η υπ’ αριθμ. 9 σκέψη του προοιμίου της Οδηγίας.

[97]. Ενόψει της, συνήθους στις Οδηγίες πλήρους εναρμονίσεως, ratio αυτής δύσκολα θα μπορούσε να συμφωνήσει κανείς με την άποψη ότι ο εθνικός νομοθέτης μπορεί να επεκτείνει κατά το δοκούν και σε άλλες ομάδες προσώπων την θεσπιζόμενη με την Οδηγία νομική προστασία· πρβλ. ωστόσο Ε. Περάκη, ό.π. ανωτ. (σημ. 93) άρθρο 1 αρ. 89· Δεσποτίδου, ό.π. ανωτ. (σημ. 24) σελ. 80 επ. Και πάντως στην επέκταση αυτή δεν επιτρέπεται, κατ’ αρχήν, να προβεί ο ερμηνευτής του εθνικού δικαίου, που μπροστά του θα βρει τότε ανελέητο, στην πραγμάτωση της αυθεντίας της κρίσεώς του, το ΔΕΚ.

[98]. Σύμφωνα με τους ορισμούς αυτούς «πιστωτικός φορέας» είναι: «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χορηγεί ή υπόσχεται να χορηγήσει πίστωση στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας» και «σύμβαση πίστωσης» νοείται: «σύμβαση δυνάμει της οποίας πιστωτικός φορέας χορηγεί ή υπόσχεται να χορηγήσει σε καταναλωτή πίστωση υπό μορφή προθεσμιακής καταβολής, δανείου ή οποιασδήποτε άλλης παρόμοιας χρηματοδοτικής διευκόλυνσης, με εξαίρεση τις συμβάσεις που συνάπτονται για τη συνεχή παροχή υπηρεσιών ή για την προμήθεια αγαθών του ίδιου είδους, σύμφωνα με τις οποίες ο καταναλωτής καταβάλλει με δόσεις το τίμημα για τις εν λόγω υπηρεσίες ή αγαθά κατά τη διάρκεια της παροχής τους».

[99]. Πρβλ. και Δεσποτίδου, ό.π. ανωτ., σελ. 11 επ. αναφορικά με το σημείο συναντήσεως των συμβάσεων παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών με το ζήτημα των ΓΟΣ.

[100]. Οποιαδήποτε σκέψη για αναλογική εφαρμογή του περί της εννοίας του καταναλωτή ορισμού και στα νομικά πρόσωπα θα προσκόπτει εν προκειμένω στον αναγκαστικό χαρακτήρα της Οδηγίας: πρβλ. ωστόσο και Δεσποτίδου, ό.π. ανωτ., σελ. 74 επ.

[101]. Για το όριο αυτό της εναρμονισμένης με το Κοινοτικό Δίκαιο Ερμηνείας βλ. Canaris, Festschr. fűr Bydlinski, 2002, σελ. 47, 81· H.P. Westermann, ό.π. ανωτ. BGH JZ 2009, 518, 520, περαιτέρω δε και Σκανδάμη, ό.π. ανωτ. αρ. 239· Π.Α. Παπανικολάου, Μεθοδολογία ... αρ. 273· Μεταλληνό, ό.π. ανωτ. σελ. 624 επ.· Παπαρσενίου, ό.π. ανωτ. (σημ. 18) σελ. 114 επ. και Βαλτούδη, ΕλλΔνη 40,743 επ.

[102]. Για την σαφώς διαγνωστή βούληση του ιστορικού νομοθέτη ως απώτατου ορίου της ερμηνείας βλ. ανωτ. (σημ. 90).

[103]. Ότι τούτο ζητείται πλέον ρητά από το ΔΕΚ βλ. εντελώς πρόσφατα BGH JZ 2009, 528, 520, με επίκληση της αποφάσεως του ΔΕΚ στην υπόθεση Αντενέλερ κατά Ελληνικού Οργανισμού Γάλακτος (της 4.7.2006, [= JZ 2007, 187 με σχόλιο του Franzen]). Ανησυχίες ως προς την επέκταση αυτήν των ορίων της εναρμονισμένης με τις Οδηγίες ευρέσεως του δικαίου, εκφράζουν, όπως είδαμε (ανωτ. σημ. 85) κυρίως η Gsell και ο H.P. Westermann. Για την τελολογική συστολή ως γενικά αναγνωριζόμενη στη μεθοδολογία του ελληνικού δικαίου μέθοδο της «συμπληρωματικής» («praeter legem») δικαστικής περαιτέρω διαπλάσεως του δικαίου βλ. ιδίως Απ. Γεωργιάδη, ΓενΑρχ § 6 αρ. 33 επ.· Σημαντήρα, ΓενΑρχ αρ. 181· Π. Φίλιο, Νομική Μεθοδολογία § 29· Π.Α. Παπανικολάου, ό.π. ανωτ. αρ. 349 επ., 375 επ. πρβλ. ωστόσο και Φ. Δωρή, ΧρΙΔ 2003,577, 585 επ.

[104]. Για την έννοια του συγκεκαλυμμένου κενού (Verdeckte Lűcke) βλ. τους ανωτέρω συγγραφείς, περαιτέρω δε και Larenz/Canaris, Methodenlehre ..., σελ. 198 επ. Σχετικά, ειδικότερα, με τον τρόπο διαπιστώσεως της ατέλειας που παριστά το νομοθετικό κενό στη ρύθμιση του εθνικού δικαίου -από τη σκοπιά ιδίως ότι η ατέλεια εδώ αναφαίνεται ενόψει του ρυθμιστικού σχεδίου που ενσωματώνει η σχετική Οδηγία - H.P. Westermann, ό.π. ανωτ.